top of page

Αναστασία Μουτσάτσου: Το καλό τραγούδι είναι ζωντανό, υπάρχει, αλλά δεν του δίνεται χώρος... | e-orf


2008moutsatsou.jpg

«Το λιμάνι», «Πίνω - πίνω», «Μυστικά σημάδια», «Πόσο σε θέλω», «Πέρασε η μπόρα», είναι μερικά από τα πιο γνωστά και αγαπημένα στο κοινό τραγούδια που έχει τραγουδήσει η Αναστασία Μουτσάτσου. Μια φωνή τρυφερή, εκφραστική και μελωδική. Ένα ζεστό απόγευμα Δευτέρας, βρεθήκαμε στο σπίτι της στον Πειραιά, και μπροστά από μια καταπληκτική θέα στη θάλασσα, κάναμε μία αναδρομή, από το ξεκίνημά της με τη μουσική, μέχρι την πρόσφατη δισκογραφική δουλειά της και τις συναυλίες της με τον Νότη Μαυρουδή. Κατάγεστε από τη Λακωνία, 15 χρονών εγκατασταθήκατε στον Πειραιά, και τελειώνοντας το σχολείο φοιτήσατε στο Ωδείο του Κώστα Κλάβα, όπου κάνατε μαθήματα φωνητικής και κιθάρας. Πώς αποφασίσατε ν’ ασχοληθείτε με τη μουσική; Κιθάρα προσπαθώ να μάθω απ’ όταν ήμουν μαθήτρια, αλλά δεν τα κατάφερα ποτέ. Την πιάνω την αφήνω, δεν έχω υπομονή να μελετήσω. Αργότερα μέσα από την πολιτική μου δραστηριότητα –ήμουν οργανωμένη στο Ρήγα– ήμασταν μια παρέα που είχαμε φτιάξει μια ορχήστρα ρεμπέτικη. Ήταν στη μόδα το ρεμπέτικο εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχές του ’80, και παίζαμε στα πάρτυ. Τα περισσότερα παιδιά από εκείνη τη μπάντα είναι επαγγελματίες τώρα. Είναι ο Μανώλης ο Πάππος, ο Νίκος ο Κράλλης, ο Νικόλας ο Τσαφταρίδης που έπαιζε κρουστά τότε. Τώρα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, και ήτανε αυτός που με ώθησε να γίνω τραγουδίστρια. Μου βρήκε και τον τρόπο δηλαδή να μπω στα πράγματα. Εγώ βασικά έχω σπουδάσει Λογιστικά, αλλά τα βαριόμουν πολύ. Κάποια στιγμή τα παράτησα, είπα να σταματήσω και να κάνω κάτι άλλο. Μέσα από την παρέα αυτή, την κομπανία και τη φιλία μου με τον Νίκο, προέκυψε και η μουσική. Εκείνος μου το ‘βαλε στο μυαλό όταν ήμουν 19 χρονών. Μου είπε, αφού τραγουδάς τόσο ωραία γιατί δεν θες να γίνεις επαγγελματίας; Μου φάνηκε βουνό όταν το άκουσα, γιατί εγώ έχω έρθει από ένα χωριό που όλα αυτά φάνταζαν πολύ μακρινά εκεί, φαίνονταν ανέφικτα. Εκείνος με βοήθησε να βρω την άκρη πηγαίνοντας στο Ωδείο του Κώστα Κλάβα, να κάνω φωνητική με την Πόπη Πετριόλη. Εκείνη μου βρήκε την πρώτη μου δουλειά, που ήταν στην «Όμορφη Νύχτα», στο Γαλάτσι με τη Γλυκερία. Πώς μπήκατε στη δισκογραφία; Στη δισκογραφία μπήκα από σύμπτωση, σα στιχουργός. Έτυχε να δουλεύω σ’ ένα μαγαζί με τον Μιχάλη το Ρακιντζή, εκείνος έπαιζε κιθάρα κι εγώ τραγουδούσα, και μου ‘πε κάποια στιγμή, “ πρόκειται να κάνω ένα δίσκο με τον Πασχάλη, έχω έτοιμες τις μελωδίες και μου λείπουνε στίχοι”. Και του λέω, δεν μου δίνεις να δοκιμάσω να γράψω ανάποδα; Και τότε έγραψα το «Κατερίνα Κατερινάκι». Αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι, και μπήκα έτσι στη δισκογραφία. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δούλευα σε μια μουσική σκηνή με τους Λαθρεπιβάτες, τον Παντελή Θαλασσινό και τον Γιάννη Νικολάου. Εκεί γνώρισα το Μιχάλη Νικολούδη βασικά, και την Έφη Κανελλοπούλου, η οποία τώρα είναι διευθύντρια στη ΛΥΡΑ. Η Έφη είναι ο άνθρωπος που στην ουσία με έβαλε στη δισκογραφία. Έφερε τον Μιχάλη Νικολούδη που ήταν τότε διευθυντής της MBI να με ακούσει και έτσι ξεκίνησα. Τι είναι αυτό που σας εμπνέει να γράψετε στίχους; Γράφω στίχους από μαθήτρια. Δεν είναι δύσκολο να γράψεις στίχους, είμαστε ένας λαός που γράφει πολύ και τραγουδάει. Τώρα που τραγουδώ, το βλέπω ακόμα πιο έντονα αυτό. Έτσι έγραφα κι εγώ, στην αρχή λίγο, μετά περισσότερο. Μετά έβαλα και σε δίσκους μου κάποια κομμάτια δικά μου, αλλά επειδή η λογική μου δεν ήταν να παραγεμίσω τους δίσκους μου με δικούς μου στίχους, το έκανα κάθε φορά που υπήρχε λόγος. Υπήρχαν τραγουδιστές ή τραγουδίστριες που σας επηρέασαν; Ναι, πάρα πολλοί. Κατ’ αρχήν η Μούσχουρη, και η Αρλέτα. Αγαπώ πολύ το Νέο Κύμα. Αργότερα φυσικά η Αλεξίου, και η Κανελλίδου της οποίας μου άρεσε πάρα πολύ το χρώμα της φωνής της. Δεν μου άρεσαν όλα της τα τραγούδια, όλο της το ρεπερτόριο, αλλά η φωνή της μου άρεσε πάρα πολύ. Σα χροιά είμαι πιο κοντά της, είμαι βραχνοθαμπή κι αισθανόμουν ότι μου ταιριάζει ο ήχος της. Έχετε συνεργαστεί με τρεις μεγάλους ερμηνευτές, τον Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, και τον Μανώλη Μητσιά, οι οποίοι προφανώς θα ήταν ένα "σχολείο". Τι ιδιαίτερο σας έδωσε ο καθένας όσον αφορά την καλλιτεχνική και ερμηνευτική σας εξέλιξη; Την καλλιτεχνική και ερμηνευτική μου εξέλιξη, αυτοί οι άνθρωποι την έχουν επηρεάσει πριν συνεργαστώ μαζί τους γιατί τους γνώριζα μέσα από τα τραγούδια τους. Εκείνο που κέρδισα, από τη ζωντανή επαφή μαζί τους, είναι την ικανοποίηση να ακούω από πολύ κοντά τους ανθρώπους που θαύμαζα και εκτιμούσα και να ζω την προετοιμασία της παράστασης μαζί τους σε κάθε της λεπτομέρεια. Να βλέπω τις καλές και τις κακές στιγμές τους. Με βοήθησε να δω ότι είναι κρεάτινοι, άνθρωποι σαν κι εμένα. Με έκαναν να αισθανθώ πιο σίγουρη και για τις δικές μου «κακές» μέρες. Έμαθα πολλά πράγματα για το πώς μπορείς να οργανώσεις μια δουλειά, γιατί αυτοί για τους οποίους μίλησες είναι πρότυπα και, κυρίως, ο Νταλάρας, ο οποίος ξεκίνησε τις μεγάλες παραγωγές στην Ελλάδα κι έδωσε σημασία στην προβολή, πράγματα που παλιά εδώ δεν τα ξέραμε. Έτσι κέρδισα πολλά από το ότι συνεργάστηκα με ανθρώπους που είχα εκτιμήσει και θαυμάσει. Αυτό δεν αγοράζεται με τίποτα. Υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες που θα θέλατε να συνεργαστείτε και δεν έτυχε μέχρι τώρα; Κοίταξε, δεν μπορώ να σου πω μ’ εκείνον ή με τον άλλον... Εγώ γενικά είμαι άνθρωπος πολύ ανοιχτός, αν μ’ αρέσει κάποιου η φωνή και η δουλειά του. Είναι αρκετοί στο χώρο που τους εκτιμώ ιδιαιτέρως γι’ αυτό δεν έχει νόημα να σου πω έναν. Για μένα μετράει πάρα πολύ η πρόθεση με την οποία ένας άνθρωπος κινείται σ’ αυτό το χώρο. Δηλαδή, να το κάνεις γιατί αγαπάς τη μουσική και γιατί εκτιμάς την ουσία της τέχνης σου, σέβεσαι τον κόσμο και δεν τον κοροϊδεύεις. Όλα αυτά είναι κριτήριο για μένα, για να δουλέψω μ’ έναν άνθρωπο... Υπάρχει κάποιος δίσκος ή τραγούδι σας που να έχετε αγαπήσει περισσότερο; Δεν μπορώ να σταθώ σε ένα δίσκο ή σε έναν άλλον. Κάθε φορά που έκανα ένα δίσκο νόμιζα ότι έχω κάνει τον καλύτερο δίσκο του κόσμου. Απλώς κάποιοι δίσκοι πούλησαν περισσότερο, κάποιοι λιγότερο. Κάποια δουλειά μου ήταν εμπορική, κάποια άλλη όχι. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω συναισθηματικά τους δίσκους μους, τους αγαπάω όλους το ίδιο. Μέσα απ’ τις δουλειές μου ζω και μεγαλώνω... Μπορείτε να ακούσετε τους δίσκους σας σαν ακροάτρια; Όχι, δεν μπορώ να ακούσω τους δίσκους μου. Με τον καιρό μαθαίνω περισσότερα πράγματα για την δουλειά μου. Ανακαλύπτω λάθη και πράγματα που θα μπορούσα να είχα κάνει αλλιώς και δε μπορώ πια να διορθώσω. Ποια συναυλία σας θεωρείτε πως ήταν η πιο ωραία, από πλευράς συνεργασίας, κοινού, ατμόσφαιρας; Η περιοδεία που έκανα μαζί με τους Magenta (Νικολούδη, Ρακόπουλο, Κουμπιό). Είναι από τις μεγάλες μου αγάπες αυτές οι παραστάσεις. Περάσαμε πολύ ωραία στις συναυλίες, ήταν πολύ ωραίες οι βραδιές. Δενόμασταν πολύ με τον κόσμο που ερχόταν να μας δει. Σε εκείνες τις συναυλίες, καθώς και σ’ αυτές που κάνω τώρα με τον Μαυρουδή, που είναι παρόμοιου κλίματος, νομίζω ότι συναντώ το λόγο για τον οποίο έγινα τραγουδίστρια. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος σας «Μια νύχτα στους αιώνες», όπου τραγουδάτε Νότη Μαυρουδή. Πώς προέκυψε αυτός ο δίσκος; Πριν από 2 χρόνια, πριν τη συνεργασία μου με τον Νικολούδη και τον Κουμπιό, τόλμησα κάτι που το ήθελα χρόνια. Να τηλεφωνήσω στον Νότη και να του πω να κάνουμε μαζί συναυλίες. Το δέχτηκε με πολλή χαρά. Πήγαμε στο ΜΕΤΡΟ, ήταν εξαιρετικές βραδιές, μετά όμως, για κάποιο λόγο, δεν υπήρξε συνέχεια. Τελειώνοντας τη συνεργασία μου με τους Magenta, ήξερα πως είχα αφήσει υπόλοιπο σε αυτή την ιστορία. Ξαναβρήκα τον Νότη και ξεκινήσαμε τις εμφανίσεις μας στον Ιανό, που κράτησαν σχεδόν όλο το χειμώνα. Πριν τις εμφανίσεις αυτές, εγώ του είχα ήδη πει ότι θα ήθελα να ξανακάνουμε τραγούδια του που αγαπάω με τον ήχο που χρησιμοποιεί σήμερα ο Μαυρουδής στις συναυλίες, με τις δύο κιθάρες. Κι έτσι έγινε ο δίσκος. Ο δίσκος αυτός περιέχει επανεκτελέσεις παλαιότερων τραγουδιών του Νότη Μαυρουδή. Πώς μπορείτε να προσεγγίσετε αυτά τραγούδια μετά από τόσα χρόνια; Επίσης, υπάρχει και ο "κίνδυνος" της σύγκρισης... Έχω κάνει τρείς δίσκους με επανεκτελέσεις. Ο πρώτος είναι τα «Κύματα - Κρύσταλλα» που είχε παραδοσιακά, αιγαιοπελαγίτικα, ο δεύτερος είναι το Live με τη Μαρίνα Σκιαδαρέση, και ο τρίτος είναι αυτός, με τον Μαυρουδή. Και οι δύο προηγούμενοι δίσκοι απέδειξαν ότι δεν έχω κανένα λόγο να φοβάμαι τις επανεκτελέσεις, γιατί δεν τις προσεγγίζω με δόλο. Δεν έρχομαι τώρα να σας δείξω τι ωραία που θα τα πω εγώ, δεν έχω τέτοιο πράγμα στο μυαλό μου. Το μόνο που θέλω είναι το συναίσθημα που αισθάνθηκα, που πήρα ακούγοντας τα τραγούδια, να μπορέσω να το βγάλω πάνω στα ίδια αυτά τραγούδια. Κι ακριβώς μ’ αυτή την ίδια λογική έγινε και ο δίσκος «Μια νύχτα στους αιώνες». Δε σκέφτηκα τη σύγκριση, αλήθεια σου λέω, το έκανα με πολύ αγάπη... Πώς βλέπετε το ελληνικό τραγούδι σήμερα; Μια χαρά είναι, όπως ήτανε πάντα. Απλώς υπάρχει υπερπληροφόρηση από σκουπίδια, δηλαδή μέσα σ’ όλη αυτή τη σαβούρα που βλέπουμε από την τηλεόραση κι απ’ το ραδιόφωνο, από που να πιαστεί το κακόμοιρο το καλό ελληνικό τραγούδι και να ξεμυτίσει; Από πού ν’ αρχίσει ένα παιδί σήμερα, που τοποθετεί τον εαυτό του στον έντεχνο χώρο; Πού να πάει να κάνει δίσκο αφού οι δισκογραφικές εταιρείες πια δε δίνουν χρόνο, δε δίνουν χρήματα για καινούριους δίσκους, για καινούρια παιδιά αφού οι δίσκοι δεν πουλάνε; Δεν υπάρχουν κι εκπομπές για να προβάλουν τη δουλειά τους. Εδώ δεν πάμε εμείς. Πού να πάμε; Δεν υπάρχει εκπομπή. Πού να παίξεις; Άρα, το τραγούδι υπάρχει, είναι ζωντανό, αλλού είναι το πρόβλημα. Ευτυχώς που υπάρχει το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το οποίο τα τελευταία χρόνια κάνει μια καλή προσπάθεια για να βοηθήσει αυτά τα παιδιά που δεν έχουνε βήμα αλλού. Νομίζω λοιπόν ότι δεν δίνεται χώρος στο καλό τραγούδι. Υπάρχει, όπως υπήρχε πάντα, και μάλιστα πιστεύω ότι γράφονται περισσότερα καλά τραγούδια απ’ ότι στο παρελθόν, γιατί υπάρχουν πολύ περισσότερα παιδιά που γράφουν. Απλώς, ακριβώς επειδή είναι περισσότερα, θέλει πολύ χρόνο να κάτσεις ν’ ακούσεις για να τα βρεις. Χρειάζεται και λίγο οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, που παίζουν αυτό το σημαντικό ρόλο του συνδετικού κρίκου ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον κόσμο, να βρίσκουν περισσότερο χρόνο ν’ ακούνε ό,τι παράγεται καθημερινά, και να επιλέγουνε κι όχι να παίζουν με playlist. Το κρατικό ραδιόφωνο είναι το μόνο που αντιστέκεται ακόμα, καθώς, από τους ιδιωτικούς, ο Μελωδία κι ο Σταθμός. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξέραμε ότι με το να ελευθερωθούν τα ΜΜΕ και να γεμίσει ο κόσμος τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, περισσότερο το καπιταλιστικό σύστημα θα εξυπηρετηθεί, παρά η τέχνη στην ουσία. Μια "μόδα" στο τραγούδι είναι τα videoclips. Και πολλές φορές ακούω το εξής ανεκδιήγητο: ν’ ανοίξουμε, λέει, την τηλεόραση να… δούμε τραγούδια(!) Είναι απαραίτητη η επιβολή της εικόνας μ’ αυτόν τον τρόπο στα τραγούδια; Εγώ ανήκω σ’ αυτή τη γενιά που στη δεκαετία του ’90 έπρεπε κάθε δίσκο να συνοδεύει ένα video clip. Δε μπορώ να πω ότι ήτανε το πιο εύκολο πράγμα για μας. Υπήρχε ένα απίστευτο παζάρι, για το πόσα λεφτά θα ξοδευτούν. Και τελικά το μόνο που κάνει το videoclip είναι να περιορίζει τη φαντασία του ακροατή και να τον οδηγεί σε μια συγκεκριμένη εικόνα γύρω από το κομμάτι που ακούει, Άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος σήμερα ακούγοντας ένα τραγούδι, άλλο μετά από 2 ώρες, άλλο αύριο. Αυτή την ελευθερία έχουμε. Άμα κατευθύνουμε και τη φαντασία, τότε το μόνο που μένει είναι να διαβάζουμε αναλυτικά τον Οrwell (Όργουελλ) γιατί μόνο έτσι θα έχουμε οδηγό για την καθημερινότητα. Μου ‘χει τύχει κάποιες φορές να είναι τόσο χαζό ένα videoclip, που μετά να μη μπορώ ν’ ακούσω και το τραγούδι! Εγώ τα τελευταία χρόνια δεν κάνω video clips, δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητο. Μ’ ενδιαφέρει πολύ το ραδιόφωνο και λίγο η τηλεοπτική προβολή μ’ αυτόν τον τρόπο... Στα κανάλια που παίζουν μόνο μουσική δε διαχωρίζονται τα είδη, παίζονται ανακατεμένα. Αυτό δεν είναι υπέρ των τραγουδιών. Αν παίξει ένα κανάλι για παράδειγμα ένα δικό μου τραγούδι από το δίσκο με τον Μαυρουδή, με τις δύο κιθάρες, και μετά παίξει ένα σκυλάδικο – για να το θέσω έτσι πολύ ωμά - ποιος τη βρίσκει μ’ αυτή τη διαστροφή; Ποιος δίσκος που κυκλοφόρησε πρόσφατα σας άρεσε πολύ; Η αλήθεια είναι πως τώρα τελευταία δεν έχω ακούσει πολλά καινούρια πράγματα. Μου αρέσει ο δίσκος της Νατάσσας Μποφίλιου. Νομίζω ότι είναι μια καλή δουλειά, με καλούς στίχους και καλή μουσική, και μια τραγουδίστρια που παρά τη νεαρή ηλικία της πατάει γερά στα πόδια της. Αυτή την αίσθηση έχω. Όταν δεν ασχολείστε με τη μουσική, ποιες είναι οι ασχολίες σας; Διαβάζω πάρα πολύ και γράφω διάφορα πράγματα. Παρατηρώ γύρω μου κι εμπνέομαι από την καθημερινότητα, από κάτι το οποίο μπορεί να καταλήξει να γίνει μια μικρή ιστορία που να εμπεριέχει την άποψή μου γι’ αυτό που βλέπω. Δεν το γράφω όμως σαν ένα σχόλιο εφημερίδας, αλλά λίγο πιο “φευγάτα”. Το θέμα είναι ότι οι νεότεροι ακροατές, πολλές φορές θέλουμε, από τη μια, να πάρουμε κάποιους δίσκους πιο παλιούς, θέλουμε όμως και τους καινούριους, και πρακτικά, από οικονομικής άποψης, δεν γίνεται να τους αγοράσουμε όλους αυτούς. Η πιο άμεση λύση θα ήταν να πουλάνε τα CD σε χαμηλότερες τιμές. Τη μεγάλη ζημιά την κάνανε οι δισκογραφικές εταιρείες, που “βάρεσαν στο ψαχνό τον κόσμο” και πουλάγανε πανάκριβα το CD. Kαι, φυσικά, το κέρδος ήταν δικό τους. Στη συνέχεια, παρότι άρχισαν να πέφτουν οι πωλήσεις, η τιμή του CD παρέμεινε σταθερή. Θα μπορούσαν να βγάλουν τα έξοδά τους, καθώς και τα κέρδη τους, πουλώντας αρκετά φθηνότερα το cd. Κι όμως, καταφέρανε να τινάξουν στον αέρα τη δισκογραφία. Γιατί με την υπάρχουσα ακριβή τιμή του CD, “αναγκάζουν” κάποιον να γίνει “κλέφτης”. Δικαιολογώ κάπως αυτόν που είναι φανατικός της μουσικής, θέλει δηλαδή πολλά κι επειδή δεν του αρκούν τα χρήματα τα κατεβάζει από το internet. Αυτός όμως που αγοράζει CD μια φορά στο τόσο και θέλει να το κατεβάσει παράνομα απ’ το internet, ε, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι φίλος μας, δεν μας αγαπάει. Ποια είναι τα προσεχή σας σχέδια; Θα κάνουμε περιοδεία με τον Νότη Μαυρουδή και τον Παναγιώτη Μάργαρη. H επόμενη συναυλία μας είναι τη Δευτέρα 21 Ιουλίου, στο Βεάκειο όπου θα είμαστε παρέα με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα για να τραγουδήσουμε Χατζιδάκι και Μαυρουδή. Θα είναι μαζί μας ο Μάνος Αβαράκης που παίζει φυσαρμόνικα κι ο Τάκης Φαραζής στο πιάνο. Είναι μια ειδική συναυλία που γίνεται για το φεστιβάλ του Δήμου Πειραιά.



--

*Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στις 20/7/2008 στο περιοδικό «Ορφέας» - www.e-orfeas.gr στη στήλη "Συνεντεύξεις"


- Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της Αναστασίας Μουτσάτσου, όπου είχαμε πάει μαζί με τον Τάσο Καραντή ώστε να γίνουν παράλληλα δύο συνεντεύξεις, εγώ για τον «ΟΡΦΕΑ» και εκείνος για λογαριασμό του περιοδικού «ΑΥΛΑΙΑ».

Αρχείο...
Πρόσφατα...
Προτεινόμενα...
Ετικέτες...
bottom of page