top of page

Νότης Μαυρουδής: Δε θέλω να εμφανίζομαι κάθε χρόνο και να βγάζω ό,τι να 'ναι | e-orfeas.gr


«Πρωινό τσιγάρο», «Κάθε μια νύχτα», «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια», «Είν' αβάσταχτο να φεύγεις», «Άκρη δεν έχει ο ουρανός», είναι μερικά από τα γνωστότερα και πολύ αγαπημένα στο κοινό τραγούδια του Νότη Μαυρουδή, ενός από τους σπουδαιότερους κιθαριστές και συνθέτες μας. Ένα απογευματάκι Παρασκευής, βρεθήκαμε στον προσωπικό του χώρο και με συνοδεία την όμορφη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου από την τηλεοπτική σειρά «Το 10», κάναμε μια απόπειρα αναδρομής στην πορεία του, μέσα από μνήμες, γεγονότα, απόψεις. Η κουβέντα μας απλώθηκε σε πολλά θέματα, αφού η μουσική ιδιότητα δεν είναι η μοναδική πλευρά του Νότη Μαυρουδή. Ξεκινήσαμε από την αρχή της πορείας του και φτάσαμε στις πρόσφατες δισκογραφικές δουλειές του καθώς επίσης και στα προσεχή του σχέδια. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη μουσική; Αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μουσική όταν ήμουν 13 χρονών, από ένα καπρίτσιο, που είχε να κάνει με το ότι ζήλευα έναν συμμαθητή μου ο οποίος είχε ξεκινήσει ακορντεόν στο Ωδείο. Εγώ βέβαια δεν ήξερα ακριβώς την έννοια του Ωδείου εκείνα τα χρόνια, και μαζί μ’ αυτόν γράφτηκα κι εγώ στο Ωδείο. Υπήρχε στη ντουλάπα της μητέρας μου μια κιθάρα, που την είχε φέρει ο θείος μου που ήταν ναυτικός για δώρο στο σπίτι κι έτσι είπα να μάθω κιθάρα, γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα να αγοράσουμε ένα άλλο όργανο. Ήμουνα τυχερός γιατί έπεσα σε πολύ καλή δασκάλα, τη Λίζα Ζώη, και ξεκίνησα με εκείνην. Έκανα περίπου δύο χρόνια μαθήματα, και μετά η Λίζα με πέρασε στον δάσκαλό της τότε, τον Δημήτρη Φάμπα. Συνέχισα τις σπουδές μου και πήρα το δίπλωμά μου με τον Φάμπα. Έτσι ήταν το ξεκίνημα, από ένα καπρίτσιο. Ποιες αναμνήσεις έχετε από τα μαθήματα που κάνατε στο Ωδείο, και από τον δάσκαλό σας, τον Δημήτρη Φάμπα; Πολύ καλές είναι αυτές οι μνήμες γιατί ήταν οι πρώτες εμπειρίες που με έκαναν να νιώσω ότι με ελκύει η μουσική. Πράγμα που δεν είχε βγει από μέσα μου ως τότε, γιατί δεν ζούσα σ’ ένα μουσικό περιβάλλον. Το οικογενειακό περιβάλλον μου ήταν άνθρωποι λαϊκοί, δεν είχαν σχέση με τη μουσική, αγαπούσαν όμως τα τραγούδια, κι ακόμα περισσότερο τα Ποντιακά τραγούδια γιατί η καταγωγή μου είναι από τον Πόντο. Ζούσα σ’ ένα προσφυγικό περιβάλλον, όπου εκεί τα λαϊκά τραγούδια κι ιδιαίτερα τα Ποντιακά, ήταν σε πρώτο πλάνο. Αλλά δεν είχα άλλες μουσικές καταγωγές, και μέσα από το Ωδείο άρχισα να ανακαλύπτω ότι η κιθάρα, ήταν ένα όργανο που όλο και με τραβούσε περισσότερο, όλο και με ενδιέφερε περισσότερο. Και δενόμουνα. Όταν πέφτεις δε, σε καλά χέρια δασκάλου, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί. Εγώ έπεσα σε καλά χέρια δασκάλων, και της Λίζας Ζώη και του Δημήτρη Φάμπα βεβαίως, όπου γνώρισα και άλλα παιδιά που έκαναν μάθημα και που αγαπούσαμε όλοι το ίδιο όργανο. Αυτά βοηθούν πάρα πολύ γιατί δημιουργείται η ατμόσφαιρα που χρειάζεται, κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Αν κάποιος δεν βιώνει την ατμόσφαιρα, δεν μπορεί να βρει ζεστή γωνιά για να μπορέσει να προχωρήσει. Μελετώντας τη δισκογραφία του Δημήτρη Φάμπα, παρατήρησα πως σ’ έναν δίσκο τού 1971, υπάρχει ένα κομμάτι σε σύνθεση δική του, αφιερωμένο σ’ εσάς, το «Poem, to Notis Mavroudis». Ναι, είχε γράψει τότε ένα κομμάτι αφιερωμένο σ’ εμένα. Με τον Φάμπα συνδεθήκαμε περισσότερο από τη σχέση δασκάλου-μαθητή, και μάλιστα το 1970 έγινε και κουμπάρος μου γιατί με πάντρεψε. Με νοιαζόταν πάρα πολύ. Θυμάμαι πολύ τρυφερές στιγμές με τον δάσκαλο. Ό,τι ήξερε προσπαθούσε να μου το μεταδώσει. Βεβαίως πέρασα κι εγώ την περίοδο της αμφισβήτησης, είναι λογικό να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, συμβαίνουν σχεδόν στον κάθε μαθητή στη σχέση του με τον δάσκαλο. Όταν όμως ολοκληρώθηκε αυτή η περίοδος της αμφισβήτησης, τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο γι’ αυτό που μου έδωσε, και γι’ αυτό που έδωσε γενικά στο κιθαριστικό δυναμικό ολόκληρης της Ελλάδας. Εκείνος εκδηλώνοντάς την αγάπη του προς εμένα, γύρω στο ’70 με ’71, έγραψε ένα κομμάτι και το αφιέρωσε σ’ εμένα. Και βέβαια το ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, γιατί είναι πολύ σημαντικό ένας σπουδαίος δάσκαλος να σου αφιερώνει ένα κομμάτι του. Μπήκατε στη δισκογραφία το 1964 με το «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» και «Τα γιορτινά σου φόρεσε» (Δίσκος 45 στροφών / LYRA - LS1026). Πώς ήταν τότε το τοπίο στην ελληνική δισκογραφία, και ποιες αναμνήσεις έχετε απ’ αυτές τις ηχογραφήσεις; Τις καλύτερες αναμνήσεις έχω, γιατί ήταν τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησα και μου άνοιξαν τις πόρτες για να συμμετέχω από τότε στην ελληνική δισκογραφία αδιάκοπα. Ήταν καλές αναμνήσεις γιατί ήταν και η περίοδος που ζυμώθηκα ως καλλιτέχνης, σε δύο πράγματα παράλληλα. Το ένα ήταν η ενασχόλησή μου με την κλασσική κιθάρα, και το άλλο η ενασχόλησή μου με το ελληνικό τραγούδι. Μου άνοιξε τεράστιους ορίζοντες, γιατί με έβαλε μέσα στο να διαβάζω ποιήματα, να διαβάζω στίχους, να ψάχνω να βρίσκω τις καλές και καλά τοποθετημένες λέξεις, εν τέλει τον γραπτό λόγο. Αυτή η περίοδος μου άνοιξε τα μάτια, άρχισα να βλέπω διαφορετικά τον κόσμο, να τον βλέπω πιο βαθιά, γιατί όσο πιο σοβαρά ασχολείται κάποιος με αυτό που λέγεται πνευματικό περιεχόμενο μέσα στο τραγούδι και στη μουσική, ανοίγει τα μάτια του. Εγώ άρχισα να ασχολούμαι πολύ σοβαρά, από τη μία είχα τον δάσκαλο, τον Δημήτρη Φάμπα όπως είπα, από την άλλη είχα το ίδιο το δικό μου ενδιαφέρον να μπω μέσα σ’ αυτά τα πράγματα, υπήρχε παράλληλα η βοήθεια που είχα από τον αδελφό μου ο οποίος ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από μένα και μου μιλούσε και μου έδειχνε πολλά πράγματα που δεν τα είχα δει εγώ τότε, και παράλληλα το περιβάλλον που άρχισα να συναναστρέφομαι. Δηλαδή, αυτός ο μαγικός κόσμος της νύχτας, μιας νύχτας όμως, σ’ εκείνη την περίοδο, που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από την σημερινή νύχτα. Γιατί τότε μέσα στη νύχτα, όταν άρχισα να δουλεύω στις μπουάτ στην Πλάκα, άρχισε η γνωριμία μου με διάφορους ανθρώπους που ήταν πολύ σημαντικοί. Μέσα στη νύχτα εγώ γνώρισα, πολύ καλούς πιανίστες, πολύ καλούς βιολιστές, γνώρισα στιχουργούς και ποιητές, όπως τον Άκο Δασκαλόπουλο, τον Γιάννη Κακουλίδη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον ζωγράφο το Μόραλη, τον Τσαρούχη, δηλαδή γνώρισα προσωπικότητες οι οποίες με είχαν συνεπάρει και μου άνοιγαν συνεχώς τα μάτια. Το 1965, ήρθε η πρώτη σας διάκριση με το τραγούδι «Ήταν μεγάλη η νύχτα» (Δίσκος 45 στροφών / LYRA - LS1098), και ακολούθησαν κι άλλες πολύ σημαντικές διακρίσεις. Βοηθούν γενικότερα οι διακρίσεις τον καλλιτέχνη επί της ουσίας, δηλαδή ως προς την ανταπόκριση του έργου του προς το κοινό; Ποια είναι η γνώμη σας για τα σημερινά βραβεία και φεστιβάλ (βραβεία Αρίων, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης); Ναι, θα έλεγα πως βοηθάνε. Βεβαίως, δεν γνωρίζω τι βοήθεια μπορεί να σου δώσει σήμερα, ας πούμε το βραβείο Αρίων. Το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1965, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τα υπόλοιπα φεστιβάλ που έγιναν, τα οποία χώθηκαν μέσα στη λογική της Χούντας. Ας μην ξεχνάμε ότι το ’65 ήταν λίγο πριν από το 1967. Όταν έγινε η χούντα, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είχε ήδη ξεκινήσει τη μεγάλη του φθορά, και έγινε παράδειγμα προς αποφυγή. Το ’65 όμως δεν υπήρχε ακόμα αυτό, να σκεφτείτε ότι το ’65 πρόεδρος της επιτροπής του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν μέσα στην επιτροπή προσωπικότητες του πνεύματος, άνθρωποι που δεν ήτανε τυχαίοι. Μέσα στους συνδιαγωνιζόμενους ήταν ο Κουγιουμτζής, ο Σπανός, ο Ρωμανός, ο Σπήλιος Μεντής. Θυμάμαι ότι το τραγούδι του Σπήλιου Μεντή, ενός πολύ καλού συνθέτη παλαιάς εποχής, ήταν σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου. Στο τραγούδι που φτιάξαμε με τον Γιάννη Κακουλίδη και το τραγούδησε η Σούλα Μπιρμπίλη, ο άνθρωπος που διηύθυνε την ορχήστρα ήταν ο Γιώργος Κουρουπός. Τα λέω αυτά για να δώσω το σήμα ότι ήταν μια διαφορετική κατάσταση. Δεν ήταν τώρα όπως είναι το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ή όπως ήτανε και πριν από μερικά χρόνια πριν διακοπεί. Σήμερα το 'χουνε κάνει λίγο πανηγυράκι... Είναι πανηγυράκι, ναι. Σήμερα δεν μπορεί να βρει τη φυσιογνωμία του, γιατί στηρίζεται πάρα πολύ στο κοσμικό στοιχείο ενός θεσμού, και όχι στο ουσιαστικό, του να ψάξουμε βαθιά να δούμε πώς είναι τα τραγούδια και πώς θα έπρεπε να διαμορφωθεί το ελληνικό τραγούδι. Τα τραγούδια είναι λίγο “μοδάτα” σήμερα, έχουν πάρει πολύ από τη βιομηχανοποίηση του τραγουδιού, από την προσπάθεια του σουξέ, από μια τυφλή υπακοή στον ηλεκτρικό ήχο, έχουν πάρει πάρα πολύ από τα ξένα τραγούδια, θαρρείς κι ακούς ξένους ρυθμούς, ξένο σώμα προς το ελληνικό τραγούδι. Απ’ ό,τι συμπεραίνω, δεν πρέπει να έχετε και πολύ καλή άποψη ούτε για τα βραβεία Αρίων. Παρόλα αυτά, το 2005 και 2006 συμμετείχατε με το «Café de l’ art IV - Cinema» και «Café de l’ art V - Βασίλης Τσιτσάνης-Μάρκος Βαμβακάρης», αντίστοιχα. Πώς λοιπόν συμμετείχατε σε κάτι για το οποίο δεν έχετε καλή άποψη; Πράγματι, δεν έχω καθόλου καλή άποψη. Μα νομίζω ότι δεν έγιναν φέτος, και δεν ξέρω αν θα συνεχίσουν να γίνονται. Τι ήταν αυτό; Ουσιαστικά ήταν μια συνεννόηση των ελληνικών δισκογραφικών εταιρειών, να στήσουν ένα δικό τους τηλεοπτικό θέαμα γύρω από το τραγούδι, για να τονώσουν λίγο την ελληνική δισκογραφία. Αυτό όμως, το έκαναν με νόμους εντελώς της αγοράς, δεν τους ενδιέφερε καθόλου η ποιότητα. Η μόνη κατηγορία που εγώ θεωρούσα ότι θα πρέπει να συντηρηθεί και να κρατηθεί, είναι η κατηγορία της οργανικής μουσικής. Εκεί όπου δεν υπάρχει σταρ τραγουδιστής ή σταρ συνθέτης. Εκεί τα πράγματα είναι πολύ απλά. Οργανική μουσική. Μόνο ορχήστρα. Θεωρώ ότι πρέπει να βρίσκουμε τρόπους ώστε να βοηθούνται οι δίσκοι με οργανική μουσική. Όταν έλαβα εγώ μέρος με τη σειρά «Café de l’ art» μαζί με τον Παναγιώτη Μάργαρη, στην ίδια κατηγορία ήταν ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Θάνος Μικρούτσικος, το συγκρότημα Ίασις, μια πολύ σοβαρή προσπάθεια ορχηστρικής μορφής, ήταν και άλλοι συνθέτες που γράφουν οργανική μουσική. Εκεί μέσα εγώ συμμετείχα. Δε συμμετείχα στα τραγούδια που ήταν κατ’ εξοχήν ηλίθια τραγούδια ή στον καλύτερο τραγουδιστή, που ήταν "ηλίθιος" τραγουδιστής ("ηλίθιος" ως προς αυτό που αντιπροσωπεύει φυσικά, για να μην παρεξηγούμαστε), ήταν ηλίθιος στίχος. Ο καλύτερος στίχος: ηλίθιος! Η καλύτερη μουσική: ηλίθια! Ο καλύτερος νέος τραγουδιστής: "ηλίθιος"! Δηλαδή στηριζόταν πάρα πολύ στον ανεγκεφαλισμό. Τρομερά πράγματα. Βεβαίως, μέσα στον θεσμό αυτόν, επαναλαμβάνω, ήταν και η οργανική μουσική. Εκεί πήραμε μέρος εμείς. Πολλοί μου λένε, «μα αφού τον κατακεραυνώνεις τον θεσμό, και μέσα από αρθρογραφία, και μέσα από συνεντεύξεις, γιατί παίρνεις μέρος;» Και το εξηγώ: το μέρος που παίρνω είναι σε συγκεκριμένη κατηγορία. Γιατί, θα πρέπει, μέσα απ’ το κακό που υπάρχει, να προσπαθούμε να κρατήσουμε κάποιες γωνίτσες, και κάποιες μικρές εστίες οξυγόνου. Θεωρώ ότι μία εστία οξυγόνου των βραβείων Αρίων, είναι η οργανική μουσική. Δεν υπάρχει άλλος θεσμός με οργανική μουσική. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που ξαναστήθηκε με τη Μαργαρίτα Μυτιληναίου, Μπορώ πώς δεν συμπεριλαμβάνει μια τέτοια κατηγορία. Ελληνικό τραγούδι δεν είναι μόνο οι τραγουδιστές, οι συνθέτες και οι στιχουργοί. Υπάρχουν δίσκοι που πρέπει να βοηθηθούν. Δίσκοι οργανικής μουσικής που είναι πάρα πολύ αξιόλογοι. Η δισκοθήκη μου έχει πολλούς τέτοιους δίσκους. Τους κυνηγάω. Να, αίφνης αυτό που ακούμε, ο τελευταίος δίσκος της Ελένης Καραΐνδρου «Το 10», είναι ένας δίσκος οργανικής μουσικής. Η Ελένη Καραΐνδρου, επειδή δεν έχει μεγάλη παραγωγή τραγουδιών αλλά έχει παραγωγή μουσικής για κινηματογράφο, δεν θεωρείται σημαντική συνθέτις; Η Ρεμπούτσικα, δεν είναι σημαντική συνθέτις; Γράφουν όμως περισσότερο οργανική μουσική. Γιατί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το οποίο χρηματοδοτείται από την ΕΡΤ και από την HELEXPO στη Θεσσαλονίκη, δεν φτιάχνουν μια τέτοια κατηγορία; Πράγματι, είναι μια σημαντική παράλειψη... Είναι μία πολύ σημαντική παράλειψη! Ονειρευόσαστε να συνεργαστείτε με κάποιους στιχουργούς και ερμηνευτές που δεν έτυχε μέχρι τώρα; Επίσης, ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συνθέτες, στιχουργοί και ερμηνευτές στο ελληνικό τραγούδι; Ναι, βεβαίως, υπάρχουν ερμηνευτές που θα ‘θελα να συνεργαστώ και δεν έχω συνεργαστεί. Θα ήθελα να συνεργαστώ περισσότερο απ’ όσο συνεργάστηκα, με τη Χαρούλα Αλεξίου. Με τη Χαρούλα έχουμε συνεργαστεί ουσιαστικά σε δύο κομμάτια. Το ένα είναι το «Φώναξέ με αγάπη», που το είχε πει στα «Τραγούδια της χτεσινής μέρας» με την Γαλάνη, και έπαιζα εγώ κιθάρα. Και το άλλο είναι σ’ ένα τραγούδι μου, στη «Λαβωματιά». Θα ήθελα να είχα συνεργαστεί σε περισσότερα κομμάτια, αλλά δεν έτυχε. Και είναι κι άλλο ένα τραγούδι που λένε μαζί με τη Γλυκερία στο δίσκο «Στην ηχώ του έρωτα»... Ναι, το «Να σε νοιάζει». Εκεί όμως λέει ένα κουπλέ μόνο, ενώ τη «Λαβωματιά» τη λέει εξ’ ολοκλήρου. Ένας συνθέτης που εκτιμώ πάρα πολύ είναι ο Σταμάτης ο Κραουνάκης. Τον εκτιμώ πάρα πολύ, θεωρώ ότι είναι ένας από τους κυριότερους συνθέτες του σύγχρονου πια τραγουδιού, αυτό που λέγεται σύγχρονο τραγούδι, με πολύ καλό στίχο, πολύ καλή ερμηνεία, πολύ καλή μελοποίηση. Έξυπνες μελοποιήσεις, και με μία θεατρικότητα η οποία πλημυρίζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εκτιμώ άλλους συνθέτες, για όνομα του Θεού, απλώς, καλύτερα να πω έναν. Γιατί άμα πω δεύτερον και τρίτον θα αμελήσω να πω τέταρτον και πέμπτον που επίσης εκτιμώ. Υπάρχει κάποιος δίσκος ή τραγούδι σας που αγαπάτε περισσότερο, και γιατί; Όχι, δεν υπάρχει κανένα. Ισχύει αυτό που λένε ότι όλα τα τραγούδια είναι «παιδιά σας»... Ναι, όλα είναι παιδιά μου, δεν μπορώ να διαλέξω, το κάθε ένα στιγματίζει και εκφράζει μια διαφορετική στιγμή. Άλλο σηματοδοτεί το ένα τραγούδι, και άλλο το άλλο, άλλες πτυχές της ψυχής. Κι έτσι, δεν θα μπορούσα να πω «το τάδε», δεν θα μπορούσα να ξεχωρίσω ένα. Παρόλα αυτά, παρατηρώ όμως ότι ίσως να κάνετε "διακρίσεις" σε κάποια τραγούδια σας; Μερικά έχουν δισκογραφηθεί δύο και τρεις φορές, ενώ άλλα έχουνε μείνει πιο "πίσω". Δεν τις δισκογραφώ εγώ όλες τις επανεκτελέσεις. Για παράδειγμα το «Πρωινό τσιγάρο» έχει πάρα πολλές επανεκτελέσεις, αλλά είναι οι άλλοι τραγουδιστές που ζητάνε να το πουν. Δεν είναι ότι εγώ το επιλέγω. Ναι... Αναφέρομαι κυρίως σε δικούς σας δίσκους. Όπως είναι τώρα ο δίσκος της Αναστασίας Μουτσάτσου... Αυτές τις επιλογές τις έχει κάνει η Αναστασία, είναι προσωπικός της δίσκος. Εγώ θα ‘θελα να είχε κι άλλα τραγούδια μέσα, αλλά ένας δίσκος δεν χωράει πάρα πολλά τραγούδια. Ωστόσο βέβαια, κάποια τραγούδια απ’ αυτά που έχω γράψει έχουν ξεχωρίσει. Αυτό όμως δεν το ‘χω κάνει εγώ. Ο κόσμος έχει κάνει το ξεχώρισμα. Ο κόσμος από το 1984 συνεχίζει να αγαπάει το «Πρωινό τσιγάρο», κι εγώ το ακολουθώ. Αν ζητάνε σήμερα το «Άκρη δεν έχει ο ουρανός», μετά περίπου 40 χρόνια, είναι διάθεση του κόσμου. Εγώ δεν θα μπορούσα τη διάθεση του κόσμου να την ακυρώσω. Όταν νιώθω ότι ο κόσμος ακούει το «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» με την ίδια διάθεση που το άκουγε εκείνα τα χρόνια, στις συναυλίες μου θα το βάλω. Το 1968 μελοποιείτε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, στον δίσκο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (LYRA - 3506). Ήταν η πρώτη φορά που μελοποιούσατε ποίηση; Όχι δεν ήταν η πρώτη φορά, τότε, το 1968. Είχανε προηγηθεί ποιήματα της Ρίτας Μπούμπη-Παππά. Αλλά ιδιαίτερα ο Άκος Δασκαλόπουλος, ήταν ένας στιχουργός και ποιητής. Είχε φτιάξει βιβλία με ποιητικές συλλογές. Ο Άκος είχε πολύ ανάγλυφα τον ποιητικό λόγο μέσα στους στίχους του. Το «Φώναξέ με αγάπη» είναι ένα ποίημα, δεν είναι στίχος. «Φώναξέ με αγάπη, φώναξέ με. Στο νυχτωμένο σπίτι να ακουστεί η φωνή σου, πρωτού μέσα στη νύχτα να χαθώ.» Δεν έχει μέτρο και ομοιοκαταληξία. Κι έτσι πάντα είχα μια αγάπη στη μελοποίηση ποιημάτων. Αλλά η πρώτη φορά που μελοποίησα ένα τόσο μεγάλης διάρκειας ποίημα ήτανε πράγματι το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο». Έχοντας προηγηθεί το 1964 το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, σκεφτήκατε πως το «Άσμα» θα είχε να "αναμετρηθεί" –με την καλή έννοια– με το «Άξιον Εστί»; Ασφαλώς. Υπήρχε μια ευγενής άμιλλα. Μην ξεχνάμε όμως ότι το ’68, μεσούσης χούντας, η μελοποίηση τέτοιων ποιημάτων, ήταν κι ένας τρόπος διαμαρτυρίας. Διότι το ποίημα, ο «Χαμένος ανθυπολοχαγός», ουσιαστικά μιλάει για την ελευθερία. Και τότε η έννοια της ελευθερίας πρωτοστατούσε στις συνειδήσεις τις δικές μας. Επίσης, μην ξεχνάμε ότι το ’68 όλοι εμείς οι νέοι συνθέτες ήμασταν πολύ επηρεασμένοι από τις μελοποιήσεις του Θεοδωράκη και βεβαίως όχι μόνο από το «Άξιον Εστί», αλλά και από τα άλλα έργα του, τα «Επιφάνεια» σε ποιήματα του Σεφέρη, τον «Επιτάφιο» σε ποιήματα του Ρίτσου, σε άλλα τραγούδια μεμονωμένα του Τάσου Λειβαδίτη, επίσης σημαντικού ποιητή. Επομένως μας είχε εμπλέξει ο Μίκης μέσα σ’ αυτή την προσπάθεια να πλησιάζουμε τους ποιητές μας. Αυτό έκανα κι εγώ. Ήταν αυτονόητο ότι στη μελοποίηση ενός τέτοιου ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη, σκεφτόμουν πολύ έντονα το «Άξιον Εστί». Οι «Ζωγραφιές απ’ τον Θεόφιλο» (1976, Zodiac - 88702), που είναι ένας από τους πολύ αγαπημένους μου δίσκους, έχει την ιδιαιτερότητα να έχει ως πηγή έμπνευσης τις ζωγραφιές του Θεόφιλου, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή κάποιος ζωγράφος να εμπνευστεί από τραγούδια. Πώς δημιουργήθηκε αυτή η τόσο όμορφη ιδέα; Ομολογώ ότι η ιδέα εκείνου του δίσκου ήταν του Αλέξανδρου Πατσιφά που ήταν ο διευθυντής της «ΛΥΡΑ». Τόσο εμένα όσο και του Άκου Δασκαλόπουλου βέβαια, μας άρεσε πάρα πολύ αυτή η ιδέα. Ο Άκος ήταν θαυμαστής των πινάκων του Θεόφιλου, και πρέπει να πω ότι εγώ απ’ τον Άκο γνώρισα το Θεόφιλο. Στρωθήκαμε στη δουλειά αμέσως για να μπούμε μέσα σ’ ένα κλίμα να μπορέσουμε να αναδείξουμε τους πίνακες του Θεόφιλου. Μ’ άρεσε πάρα πολύ αυτή η δουλειά, την έκανα με πάρα πολύ κέφι, και την ευχαριστηθήκαμε όλοι, και εμείς που γράφαμε τα τραγούδια, και η τραγουδίστρια η Αλεξάνδρα μαζί με τον Μουφλουζέλη κι έναν τραγουδιστή τον οποίον δεν τον ξανάκουσα μετά, τον Χάρη Γαλανό. Ζούσαμε το κλίμα μιας εποχής, της εποχής του ’70, αλλά βέβαια προσπαθώντας να χωθούμε μέσα στη μνήμη που μας προκαλούν οι πίνακες του Θεόφιλου. Το 1977 κυκλοφορεί ο δίσκος «Παιδί της γης» (LYRA - 3727), όπου μελοποιείτε ποιήματα του Μάνου Χατζιδάκι, από τη συλλογή «Μυθολογία» (1966), και είναι και η μοναδική φορά που συναντάμε τον Μάνο Χατζιδάκι μόνο ως ποιητή. Πώς προέκυψε αυτός ο δίσκος; Στην κυριολεξία, τον βασικό κορμό των ποιημάτων του Χατζιδάκι τον είχα μελοποιήσει όταν ζούσα στην Ιταλία, στο Μιλάνο. Από την Ιταλία επέστρεψα το 1975. Απλώς το ’77 τα πρότεινα στον Πατσιφά, του άρεσε πολύ η σκέψη και με έφερε σε επαφή με τον Χατζιδάκι. Τότε άρχισα να τα δουλεύω για να τα ολοκληρώσω, και τα ηχογράφησα για να βγει ο δίσκος το ’77. Δυστυχώς τα τραγούδια χρονολογούνται από τότε που βγαίνουν οι δίσκοι, κι αυτό πολλές φορές γίνεται ανιστόρητο διότι πολλές φορές γράφουμε ένα τραγούδι σήμερα και μπορεί να μας δοθεί η ευκαιρία να το ηχογραφήσουμε μετά από 5 χρόνια. Εμείς όμως έχουμε, προηγηθεί του δίσκου. Και τώρα, στα χρόνια μας, θα παρατηρήσετε ότι συμβαίνει κι αυτό: μπορεί να υπάρχει σε βινύλιο δίσκος ξεχασμένος, να μην τον έχει βγάλει μια εταιρεία, να τον ανακαλύψει μετά από 10-20 χρόνια και να τον βγάλει σ’ ένα CD ή σε όποια τεχνολογία θα υπάρχει σε 20 χρόνια. Και θ’ αρχίσουμε να λέμε ότι βγήκε τότε ο δίσκος. Δηλαδή η ιστορία όπως γράφεται πια, έχει να κάνει με το μηχανικό μέρος του πράγματος. Με το πώς και πότε βγαίνουμε οι δίσκοι. Πράγματι. Το «Παιδί της γης» επανεκδόθηκε σε CD το 1995, και κάπου είχα δει να αναγράφεται ως ημερομηνία του δίσκου, το ’95! Και είπα, μα είναι δυνατόν να γράφουνε τέτοιο πράγμα;; Ναι... Γιατί βγήκε ως CD. Αυτός ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο εργοστάσιο της Columbia, του οποίου ένα μεγάλο μέρος γκρεμίστηκε, κι αυτό είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει και συγκλονίσει όλους τους ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική. Πάρα πολλοί δίσκοι μου ηχογραφήθηκαν στην Columbia. Και τα μικρά δισκάκια που βγαίνανε τα πρώτα τραγούδια, το «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» και τα νεοκυματικά, στην Columbia τα ηχογραφούσαμε. Τα studio της Columbia τα γνωρίζω σαν το σπίτι μου. Εκεί ήταν το εργαστήριό μας, κι έχουμε πολλές μνήμες από εκεί. Είναι αυτονόητο ότι όταν βλέπεις να γκρεμίζεται αυτό, θυμώνεις. Τουλάχιστον αυτό μπορούμε να κάνουμε, να θυμώνουμε. Δεν είναι κακό να θυμώνουμε, μας κρατάει σε εγρήγορση. Κι έτσι όταν γκρεμίστηκε κι έβλεπα στην τηλεόραση τις μπουλντόζες, πραγματικά δάκρυσα, δεν άντεξα, ένιωσα να γκρεμίζεται κι από μένα κάτι. Μία μνήμη βέβαια. Υπάρχει μια κίνηση πολιτών εκεί, που προσπαθεί να πιέσει τα πράγματα, να πιέσει τον Δήμο Αθηναίων και το Υπουργείο Πολιτισμού να το διακηρύξουν ως ιστορικό μνημείο και να μην αφήσουν να γίνουν επενδύσεις άσχετες. Εγώ φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρουν αυτοί οι πολίτες, παρότι είμαι στο πλευρό τους και τους βοηθάω κι εγώ όσο μπορώ. Στον δίσκο «Τοπίο μυστικό» (1993, ΑΚΤΗ - 473906) τραγουδούν καλλιτέχνες όπως ο Σταμάτης Κραουνάκης, η Νένα Μεντή, ο Γιάννης Μπέζος, ο Γρηγόρης Ψαριανός, οι οποίοι δεν είναι τραγουδιστές. Με αφορμή αυτό, θα ήθελα να μας πείτε τη γνώμη σας για τους σημερινούς τραγουδοποιούς. Η εποχή που διανύουμε έχει χαρακτηριστεί ως εποχή των τραγουδοποιών. Πάνω σ’ αυτό το θέμα υπάρχει ένας διχασμός από πλευράς του κοινού: οι μισοί πιστεύουν πως οι τραγουδοποιοί καλά κάνουν και τραγουδούν τα τραγούδια τους γιατί βγάζουν συναίσθημα, και οι άλλοι μισοί πιστεύουν πως από αισθητικής άποψης θα ήταν καλύτερο το αποτέλεσμα αν τα έδιναν σε πιο καλλίφωνους τραγουδιστές. Εγώ μάλλον υποστηρίζω περισσότερο τη δεύτερη άποψη... Εγώ δεν είμαι αυτής της άποψης. Είμαι της άποψης ότι –ανάλογα με τη φυσιογνωμία του τραγουδιού– πολλές φορές δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει μια καλή φωνή. Είναι αναγκαίο όμως να βγαίνει ψυχή. Να βγαίνει συναίσθημα. Δηλαδή δε μ’ ενδιαφέρει αν ο Σταμάτης Κραουνάκης δεν έχει φωνή τραγουδιστή. Εμένα, όσα τραγούδια μου είπε, έχει πει 5-6 τραγούδια μου, τα ‘χει πει τόσο ωραία που δεν ξέρω αν ένας τραγουδιστής με καλή φωνή θα έβρισκε αυτό το συναίσθημα για να τα τραγουδήσει. Όπως επίσης, όταν έφτιαξα τότε ένα τραγούδι για το ραδιόφωνο, έβαλα έναν ραδιοφωνικό παραγωγό να το πει. Δεν είναι πολύ καλή η φωνή του Γρηγόρη Ψαριανού, ήταν όμως ένας ραδιοφωνικός παραγωγός που έχει την ιστορία του, και ήθελα να εκπροσωπήσει ένα τραγούδι που κάνει κριτική στο ραδιόφωνο. Και νομίζω ότι έτσι βγήκε περισσότερο συναίσθημα απ’ τι αν το έλεγε ένας τραγουδιστής που είναι έξω απ’ από το αντικείμενο. Όπως όταν έβαλα τον Γιάννη Μπέζο να τραγουδήσει. Και επίσης όταν έβαλα τη Νένα Μεντή να τραγουδήσει για μια παλιά αρτίστα, ένα tango. Δεν είναι τυχαίες αυτές οι επιλογές. Δεν βάζω τη Μεντή να τραγουδήσει ένα τραγούδι με άσχετο θέμα, κι έτσι δε μ’ ενδιαφέρει αν είναι η καλλίφωνη. Μ’ αρέσει όμως, με συγκινεί και με κάνει να στέκομαι σοβαρά απέναντι στο ότι είναι όμορη προς το τραγούδι, δηλαδή είναι μέσα στο αντικείμενο του τραγουδιού. Μιλάει για μία θεατρίνα η οποία εγκαταλείπει τη σκηνή και πέφτει σκοτάδι και οι προβολείς πια δε τη βλέπουνε. Η Νένα Μεντή, μία ηθοποιός δηλαδή, το βιώνει περισσότερο αυτό το θέμα. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε κάποιος τραγουδιστής να βγάλει το συναίσθημα; Δηλαδή οι μη τραγουδιστές είναι πιο ερμηνευτές από τους τραγουδιστές; Όχι, δεν θέλω να πω αυτό. Απλώς λέω ότι μ’ αρέσει να παίρνω ανθρώπους που είναι μέσα στο αντικείμενο. Για παράδειγμα, σε ό,τι δίσκο παιδικό έχω γράψει, το «Χάρτινο καράβι», το «Λούνα Παρκ», το «Μουσικό ανθολόγιο», και όχι μόνο, βάζω πιτσιρίκια και τραγουδάνε. Θεωρώ ότι τα παιδικά τραγούδια πρέπει να τα τραγουδούν αντίστοιχες ηλικίες, παιδιά. Να βρούμε καλλίφωνα παιδιά και να τα τραγουδήσουνε. Αλλιώς είναι, να τραγουδήσει ένα παιδικό τραγούδι, για παράδειγμα μια πολύ καλή τραγουδίστρια που την εκτιμώ, η Χαρούλα Αλεξίου, ή ένας πολύ καλός τραγουδιστής, όπως ο Μανώλης Λιδάκης, δεν έχει νόημα. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι παιδιά, δεν είναι μέσα στο ρόλο τους. Εγώ, έχω υλικό το οποίο φτιάχνω αυτές τις μέρες, σχεδόν το ‘χω τελειώσει –στα χαρτιά όμως–, και δεν μπορώ να βρω μια καλή παιδική χορωδία για να το πει. Πρέπει να ψάξω μια καλή παιδική χορωδία, και θα καθυστερήσω έως ότου τη βρω. Γιατί διαφορετικά το να αποτανθώ σε μεγάλης ηλικίας τραγουδιστές δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Αυτή είναι η λογική μου. Κατά τ’ άλλα, δε μπορώ να πω ότι οι αμιγώς τραγουδιστές δεν έχουν συναίσθημα. Νότης ΜαυρουδήςΤο 1995 κάνετε τον πρώτο δίσκο με την Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου, «Χάρτινο καράβι» (EROS - 028), και το τραγούδι «Παλιάτσος» κερδίζει το Α’ βραβείο στον 12ο διεθνή διαγωνισμό Παιδικών Χορωδιών στη Λισαβόνα. Πιο πρόσφατα μελοποιήσατε ποιήματα από το Ανθολόγιο του Δημοτικού Σχολείου στο δίσκο «Μουσικό Ανθολόγιο» (2006, EROS - 80012), έναν δίσκο αριστουργηματικό, ιδιαίτερα για τους μικρούς μας φίλους, τους οποίους ζηλεύω σχεδόν, επειδή εμείς δεν είχαμε αυτόν τον δίσκο στα χρόνια που πηγαίναμε στο Δημοτικό. Πώς σκεφτήκατε να κάνετε παιδικούς δίσκους; Είχα φτιάξει τον «Παλιάτσο» και είχε βραβευτεί στη Λισαβόνα, σ’ ένα φεστιβάλ παιδικών χορωδιών, με την Παιδική Χορωδία του Τυπάλδου. Κι όταν πήγαινα εκεί για τις πρόβες, ήρθα σε επαφή με αυτόν τον μικρόκοσμο, με τα πιτσιρίκια, και είναι μαγικό αυτό. Ήταν θαρρείς και μου δώσανε μια κλοτσιά και με περάσανε στη μνήμη και της δικής μου παιδικής αθωότητας, και μου καλάρεσε πάρα πολύ το να γράφω ένα τραγούδι και να το τραγουδάει μικρό παιδί. Έριξα αυτή τη σκέψη στον Τυπάλδο - μια που το τραγούδι βραβεύτηκε - να στηριχτούμε σ’ αυτή τη βράβευση ως αφετηρία, για να επιχειρήσω να γράψω τραγούδια για μικρά παιδιά. Ένα-ένα τα τραγούδια δημιουργούσανε υλικό για να παρουσιαστούν, αρχίσαμε να τα παρουσιάζουμε σε κάποιες συναυλίες και γινόταν χαμός! Και το ένα έφερε το άλλο. Πώς βλέπετε τα σημερινά παιδικά χαζοτραγουδάκια τύπου "Στρουμφάκια", "Ζουζούνια" κλπ.; Με ενοχλούν. Είναι προϊόντα μιας άλλης κουλτούρας που γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί. Με το ζόρι μεταθέτουν το ενδιαφέρον των αθώων μικρών παιδιών (με κύριους υπεύθυνους τους γονείς τους) προς έναν τρόπο ψυχαγωγίας κενής και χαβαλέ. Μπεμπεκισμοί και ηλίθιες χαρούλες, κενές οποιουδήποτε πνεύματος. Με λίγα λόγια, επικίνδυνα παιχνίδια με (βεβαίως) απίστευτες δόσεις χαμηλής νοημοσύνης τραγουδοκατασκευάσματα. Επί πλέον, το παιδί απομακρύνεται μέσω αυτών, από τις παραδόσεις μας. Όποιες τέλος πάντων έχουν απομείνει. Το «Λούνα Παρκ» (1998, EROS - 02842), όπως αναφέρετε στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου, είναι η συνέχεια του δίσκου «Χάρτινο καράβι», τραγουδά επίσης η Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου, μόνο που εδώ συμμετέχει και ο Γιώργος Νταλάρας, του οποίου η παρουσία –όπως αναφέρετε– «προσδίδει μια ιδιαίτερη γοητεία». Πώς έγινε η επιλογή του συγκεκριμένου ερμηνευτή; Θα ξανασυνεργαζόσασταν μαζί του; Το αν θα ξανασυνεργαζόμουνα μαζί του έχει να κάνει με το αν θα βγάλω τραγούδια που να είναι κατάλληλα στη φωνή του και μέσα στην ατμόσφαιρά του. Εάν κάνω ένα τέτοιο τραγούδι που να συνάδει με τον Νταλάρα θα τον πάρω τηλέφωνο για να του το προτείνω. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω εάν θα ευδοκιμήσει μια τέτοια πρόταση. Αλλά δεν αποκλείω κανέναν τραγουδιστή, πέρα από αυτούς που νιώθω ότι βρίσκομαι σε εντελώς αντίθετη όχθη. Για παράδειγμα Ρουβάς, Τσαλίκης, και τέτοιοι τραγουδιστές που έχουμε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. Θα είμαι κι εγώ γελοίος, κι αυτοί γελοίοι που θα τραγουδήσουν δικά μου τραγούδια, στην υποθετική περίπτωση που γινότανε. Θα διασυρθούμε αμφότεροι, κι επειδή είμαστε και σε μια ηλικία που δεν χρειάζεται τώρα να διασυρθούμε ας κρατήσουμε τη σοβαρότητά μας όσο μπορούμε. Αναφέρθηκα στον Γιώργο Νταλάρα, που είναι μια μεγάλη αντρική φωνή, και περνώντας στην αντίστοιχη γυναικεία που κατά τη γνώμη μου είναι η Χαρούλα Αλεξίου, ας μιλήσουμε για τον δίσκο «Στην ηχώ του έρωτα», που συμμετέχουν επίσης η Γλυκερία, η Ελένη Βιτάλη, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Λιζέτα Καλημέρη και η Έλλη Πασπαλά. Ένας δίσκος πολυσυμμετοχικός. Όταν σ’ έναν δίσκο ακούω 12, 13, 14 τραγούδια πάντα με την ίδια φωνή –έστω κι αν είναι μία πολύ καλή φωνή–, κουράζομαι ως ακροατής. Γιατί δε μου δίνει ποικιλία ηχοχρωμάτων. Είναι η γνώριμη φωνή, τα αναγνωρισμένα της στοιχεία, τα οποία τα επαναλαμβάνει σε κάθε τραγούδι. Το κάθε τραγούδι από μόνο του μπορεί να ‘ναι καλό. Όλα μαζί όμως, εμένα με κουράζουν. Θέλω σ’ ένα δίσκο να υπάρχουν διαφορετικά χρώματα. Το κάθε τραγούδι να ‘χει το δικό του χρώμα. Γι’ αυτό το λόγο, επειδή παρακολουθείς τη δισκογραφία, θα δεις ότι οι περισσότεροι από τους δίσκους μου είναι πολυσυμμετοχικοί. Όπως είπες, το «Τοπίο μυστικό», είχε επτά τραγουδιστές. Το «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια», είχε τέσσερις τραγουδιστές. Η «Ηχώ του έρωτα» έξη γυναικείες φωνές. Το «Carte Postale» έχει δέκα παρακαλώ. Επειδή τα τραγούδια μου είναι διαφορετικά το ένα με το άλλο, θέλω και οι ερμηνείες να είναι αντίστοιχες. Μία φωνή θα κάνει ίδια τα τραγούδια. Ενώ διαλέγοντας πολλές φωνές, το κάθε τραγούδι αποκτά τη δική του φυσιογνωμία. Το 2006, με τον δίσκο «Carte Postale», επανέρχεστε σε δίσκο με λαϊκά τραγούδια, μετά από 30 χρόνια (από το 1976 που κυκλοφόρησαν οι «Ζωγραφιές απ’ τον Θεόφιλο»). Γιατί απείχατε τόσα χρόνια απ’ αυτό που λέγεται λαϊκό τραγούδι; Δεν απείχα καθόλου από τα λαϊκά τραγούδια. Και το 1990 ο δίσκος «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια» είχε λαϊκά τραγούδια, το «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια», το «Είν’ αβάσταχτο να φεύγεις», μετά ο Μητσιάς είπε τρία τραγούδια που είναι αμιγώς λαϊκά, στο «Τοπίο μυστικό» υπήρχαν λαϊκά ηχοχρώματα, δηλαδή τα τραγούδια μου είναι ένας συγκερασμός λαϊκού με λόγιου. Ναι. Απλώς πιστεύω πως τα περισσότερα τραγούδια σας κλίνουν πιο πολύ προς το λόγιο ενώ οι «Ζωγραφιές» και το «Carte Postale» είναι πιο κοντά στο λαϊκό. Ναι, γιατί είναι και το ίδιο το θέμα του δίσκου. Λαϊκός ζωγράφος, λαϊκά τα θέματα, μην ξεχνάμε ότι η δεκαετία του ’70 ήτανε στην αποκορύφωσή τους τα τραγούδια με ορχήστρα από μπουζούκια, πράγμα που δεν ισχύει σήμερα. Σήμερα, παρατηρούμε ότι απουσιάζει το μπουζούκι από τα τραγούδια. Δεν γράφονται (καλά) λαϊκά τραγούδια. Ναι, αν δεν απουσιάζει, πάντως έχει συρρικνωθεί η παρουσία του. Σήμερα τι θεωρείται ως λαϊκό τραγούδι; Είναι μία απ' τις δυσκολότερες ερωτήσεις αυτή... Για παράδειγμα, λένε ότι ο Μάλαμας γράφει λαϊκά τραγούδια, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με τα λαϊκά τραγούδια όπως ήταν παλιά. Κι ο Μάλαμας, και ο Κορακάκης, λαϊκά τραγούδια γράφουν, ασφαλώς. Δεν θα μπορούσε να ήταν σαν τα λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας του ’30 και του ’40, δεν θα έπρεπε να είναι, γιατί εξελίσσονται τα είδη. Εξελίσσεται η στιχουργία, εξελίσσονται τα όργανα, εξελίσσεται η σκέψη των ανθρώπων, εξελίσσεται διαφορετικά το γούστο του ακροατή, όλα είναι διαφορετικά. Όσον αφορά στο λαϊκό τραγούδι, αυτό που θα πω θα είναι πολύ θεωρητικό, γιατί όταν μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα πάμε να φτιάξουμε έναν κανόνα που πολλές φορές αφήνει κενά. Ένα λαϊκό τραγούδι σήμερα πρέπει να είναι ένα τραγούδι με μνήμη, να έχει μια παλαιά μνήμη. Δεν λέω νοσταλγία, λέω μνήμη. Ο στίχος να μην έχει δυσκολίες, να είναι απτός, λιτός και κατανοητός. Να κεντρίζει αμέσως το ενδιαφέρον του ακροατή. Οι μουσικές φράσεις να μην είναι δαιδαλώδεις, να είναι απλές κι αυτές. Αλλά βέβαια η απλότητα ενός τραγουδιού μπορεί να είναι υπεραπλουστευμένη και να το πάει αλλού το πράγμα. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ να βρω έναν ορισμό τι είναι σήμερα το λαϊκό τραγούδι. Γιατί θα μπω μέσα, επαναλαμβάνω, σε ρητά που δημιουργούν σύγχυση και όχι ξεκαθάρισμα. Απ’ την άλλη μεριά μπορεί να είναι αυτό που αγαπάει ο περισσότερος κόσμος και το τραγουδάει. Κι αυτό είναι ένας τρόπος να πει κανείς ποια είναι η έννοια του λαϊκού τραγουδιού. Ένα τραγούδι που να είναι προσφιλές προς τα μεγάλα κοινωνικά στρώματα. Αλλά κι αυτό είναι επικίνδυνο. Γιατί στα μεγάλα λαϊκά στρώματα περνάνε μέσα τραγούδια σιχαμερά. Το ξέρουμε πολύ καλά. Επιβάλλονται μέσα από την τηλοψία τραγούδια τα οποία είναι ακατάλληλα, είναι νευροψυχωτικά. Αφήνω την ερώτηση σχεδόν αναπάντητη... Το 2002 ιδρύσατε στην Eros το Label "Corifeo", στο οποίο είσαστε καλλιτεχνικός διευθυντής. Ποιος ήταν ο στόχος του; Ο στόχος του ήτανε το να ψάξουμε να βρούμε διαφορετικά είδη τραγουδιού, να μην είναι η πεπατημένη, να μην είναι τα συνηθισμένα εμπορικά τραγούδια. Τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά τα πράγματα; Να βρω μια alternativa όπως λένε στην πολιτική, δηλαδή μια εναλλακτική πρόταση τραγουδιού, με το να ανακαλυφθούν νέοι καλλιτέχνες, νέα μουσικά σχήματα, νέες μουσικές ιδέες. Δεν ξέρω αν το καταφέραμε, έκανα την παραγωγή σε 10 δίσκους περίπου. Μέσα σ’ αυτούς, έβαλα τον Ιάκωβο Κολανιάν, έναν πολύ καλό κιθαριστή και ηχογράφησε τις σουίτες για τσέλο, του Μπαχ. Έβαλα τον Ευάγγελο Ασημακόπουλο να παίξει λατινοαμερικανούς συνθέτες στην κιθάρα. Έκανα έναν δίσκο με την Ομαδική Απόδραση, ένα πολύ αξιόλογο γκρουπ. Έκανα δίσκους του Γιώργου Σταυριανού. Έναν δίσκο του Παναγιώτη Μάργαρη. Έκανα την παραγωγή των Magenta με την Αναστασία Μουτσάτσου. Είναι καλοί δίσκοι αυτοί, αλλά βέβαια παρέμειναν σ’ ένα μικρό ακροατήριο. Μια πολύ σημαντική στιγμή του Label "Corifeo" ήταν το «Master Class», όπου συγκεντρώσατε κορυφαίους Έλληνες κιθαριστές. Ήταν ένα όνειρο ζωής αυτός ο δίσκος; Το «Master Class» είναι ένα διπλό CD, που κι αυτό ήταν μέσα στο πλαίσιο των νέων ιδεών που ήθελα. Βεβαίως ήταν ένα όνειρο ζωής, και το κατάφερα. Μια πάρα πολύ δύσκολη παραγωγή, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο το να κινητοποιήσεις 20-21 κιθαριστές και να συγκεντρώσεις τις ηχογραφήσεις τους, να μιλήσεις με τον καθένα ξεχωριστά, να βρεις μια σπονδυλική στήλη του ρεπερτορίου. Από το 1999 ξεκινήσατε μαζί με τον Παναγιώτη Μάργαρη τη σειρά «Café de l’ art», όπου διασκευάζετε γνωστά τραγούδια για δύο κιθάρες. Αισίως έχετε φτάσει στον 6ο δίσκο που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο, με τίτλο «Passion» (2008, EROS - Legend - 3901167008). Πώς φαντάζεστε τη συνέχεια αυτής της σειράς; Δεν ξέρω, ειλικρινά, γιατί η πρόθεση η δική μας, με τον Παναγιώτη Μάργαρη, δεν ήταν να φτάσουμε σ’ αυτό το νούμερο των δίσκων. Φτάσαμε βέβαια στο νούμερο αυτό γιατί όταν κάναμε τον πρώτο δίσκο άρχισε να πουλιέται πάρα πολύ, έγινε σχεδόν ανάρπαστο, και μας πίεσε η εταιρεία για το δεύτερο δίσκο. Ο ένας δίσκος προκαλούσε τον άλλο. Θεωρώ ότι το έξη είναι ένα νούμερο που κανονικά θα πρέπει να σταματήσουμε σ’ αυτό, για να μην κουράσουμε τη συνέχεια. Κι αυτό όμως δεν το γνωρίζω. Εάν πιεστούμε από την εταιρεία, την καινούρια πλέον εταιρεία τη Legend, θα δούμε πώς θα αντιδράσουμε... Ή απ' το κοινό; Ναι ή από το κοινό, γιατί το βλέπουμε και στις συναυλίες αυτό. Παίζουμε κομμάτια από τα «Café de l’ art» και αρέσουν πάρα πολύ. Θα δούμε πώς θα αντιδράσουμε. Δεν ξέρω. Το ένα φέρνει το άλλο. Ο Παναγιώτης Μάργαρης υπήρξε μαθητής σας στην κλασσική κιθάρα. Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας; Μιλήστε μας γι’ αυτόν τον ταλαντούχο κιθαριστή. Η συνεργασία ξεκίνησε γιατί εγώ πάντα έχω κατά νου να βρίσκω τους κατάλληλους ανθρώπους που να μπορώ να συνεργαστώ μαζί τους. Έχοντας ως μαθητή μου τον Παναγιώτη ανακάλυπτα σιγά-σιγά ότι είχε πάρα πολύ ευφυΐα στη μουσική, είναι ικανότατος τεχνικά, καλός κιθαριστής, και άνθρωπος με φαντασία. Αυτά όλα είναι στοιχεία που είναι πολύ καλά για συνεργασία. Είχε ολοκληρωθεί μια συνεργασία που είχα μ’ έναν άλλον κιθαριστή και εύρισκα ότι ο Παναγιώτης έχει περισσότερες ικανότητες, και θα μπορούσα να κάνω πιο ολοκληρωμένα πράγματα. Και βεβαίως ενετάχθη μέσα στη συνεργασία μας, το ευχαριστιέται κι αυτός πάρα πολύ, έχει μπει μέσα σ’ έναν επαγγελματικό προσανατολισμό ο οποίος τον έχει βοηθήσει πάρα πολύ, με τους δίσκους αυτούς, τα «Café de l’ art», είναι πολύ ευχαριστημένος, αλλά πάνω απ’ όλα είμαι εγώ ευχαριστημένος γιατί έχω έναν άνθρωπο που μπορώ να βασιστώ επάνω του. Παίζουμε στις συναυλίες μαζί και είναι σαν να είμαστε ένα όργανο. Ο ένας αντιλαμβάνεται σε κλάσματα δευτερολέπτου τι θέλει να παίξει ο άλλος. Τον Φεβρουάριο κυκλοφόρησε ο δίσκος «Μια νύχτα στους αιώνες» (2008, LYRA - 3401176275), με επανεκτελέσεις από την Αναστασία Μουτσάτσου, μερικών από τα γνωστότερα τραγούδια σας. Ο δίσκος παρουσιάστηκε ζωντανά στον Ιανό, όπου ακούσαμε και τραγούδια πέραν του δίσκου. Υπάρχει σκέψη να διασκευάσετε έτσι, για δύο κιθάρες, κι άλλα τραγούδια σας; Όχι, δεν υπάρχει τέτοιο πρόγραμμα προς το παρόν, αυτό έγινε από τη σκέψη της Αναστασίας για τον καινούριο προσωπικό της δίσκο, που ήθελε να πει δικά μου τραγούδια. Κάναμε την επιλογή, και κάθισα και τα διασκεύασα κάπως διαφορετικά ώστε να υπάρχει μια εναλλαγή. Ο κεντρικός κορμός όμως είναι ο ίδιος. Πάντα η διασκευή είναι κάτι που ελκύει το ενδιαφέρον. Κι έτσι αν παρουσιαστεί ξανά μια ευκαιρία θα διασκευάσουμε και πάλι παλαιότερα τραγούδια. Δεν είναι κακό αυτό. Αρκεί η διασκευή να πηγαίνει το τραγούδι λίγο παραπέρα. Να μην το κουράζει, να μη γίνεται μανιέρα. Πιστεύετε πως μία επανεκτέλεση μπορεί να ξεπεράσει την πρώτη ερμηνεία; Μερικές φορές μπορεί να το καταφέρει αυτό. Μερικές φορές γίνεται. Ο Μάνος Χατζιδάκις το ‘χε δοκιμάσει αυτό πολλές φορές. Κάποια από τα τραγούδια του, ο ίδιος τα διασκεύαζε με άλλους τραγουδιστές. Ας πούμε ο δίσκος «Στο Σείριο υπάρχουνε παιδιά» και τα «Τραγούδια της Ρωμαϊκής αγοράς», είναι επανεκτελέσεις παλαιότερων τραγουδιών του με διάφορους τραγουδιστές, τα πήρε από την εποχή εκείνη και τα έδωσε στην Πασπαλά, στο Λέκκα και στο Λιούγκο, και τα επανεκτελέσανε. Σε πολλά απ’ αυτά, οι εκτελέσεις βγήκαν καλύτερες από τις πρώτες. Βέβαια, οι πρώτες εκτελέσεις έχουν το χάρισμα να έχουν τη μνήμη. Κι αυτό είναι ένα πολύ σπουδαίο στοιχείο. Να έχει μνήμη το τραγούδι. Έστω με μια ακατέργαστη φωνή όπως η φωνή της ηθοποιού της Ζωής Φυτούση, –δεν ήταν τραγουδίστρια η Φυτούση, ηθοποιός ήτανε– η οποία ήτανε και λίγο καλλίφωνη, καμία ιδιαίτερη φωνή όμως. Το είπε όμως πάρα πολύ συγκινητικά το τραγούδι. Ο Χορν δεν ήταν τραγουδιστής, αλλά ποιος θα πει το «Ηθοποιός σημαίνει φως» καλύτερα από το Χορν; Κανένας τραγουδιστής, ο καλύτερος να υπάρχει. Γιατί δέθηκε με τη μνήμη της εποχής εκείνο το κομμάτι. Κι όχι μόνο. Παλιά ο Λάκης Παππάς στο «Παραμύθι χωρίς όνομα» ή επίσης, ένας τραγουδιστής ο οποίος εμένα δεν μ’ αρέσει, ο Ρωμανός, που στη «Μυθολογία» όμως έφτιαξε ατμόσφαιρα. Η Μελίνα Μερκούρη; Είναι τραγουδίστρια η Μελίνα Μερκούρη; Ποια γυναίκα όμως θα τραγουδήσει, με αυτή την βαθύτατη αισθαντικότητα που είχε, τη «Φαίδρα» του Θεοδωράκη; Ποιος θα πει τα «Παιδιά του Πειραιά» καλύτερα από την Μελίνα Μερκούρη; Αυτό έχει να κάνει όμως και με την προηγούμενη συζήτηση για τους τραγουδιστές και τους μη τραγουδιστές που λέγαμε. Εκτός από τις παραστάσεις στον Ιανό και τις συναυλίες που κάνατε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη, στην Ερμούπολη της Σύρου, στο Ρέντη, θα κάνετε περιοδεία στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο; Βέβαια, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Στην Κύπρο θα πάμε τον Νοέμβριο. Θα πάμε στη Χίο, στα Κύθηρα, στην Τήνο, θα παίξουμε στο Βεάκειο, στο Αττικό Άλσος... Πως νιώθετε όταν βλέπετε στο κοινό παιδιά που δεν είχαν γεννηθεί όταν γράψατε κάποια τραγούδια σας, να τα τραγουδάνε και να συγκινούνται μ' αυτά; Είμαι της θεωρίας που λέει πως, εάν ένα τραγούδι έχει δύναμη και διαχρονικότητα, θα έρθει κάποια στιγμή η σειρά του και θα αναβιώνει με τον τρόπο του. Το παράδειγμα των τραγουδιών του Μίκη, με τις νέες, νεότερες, νεότατες γενιές, που περιστρέφονται γύρω από τα τραγούδια του με κάποιον υπόγειο αλλά ουσιαστικό τρόπο, ο δίσκος «Το χαμόγελο της Τζοκόντα» του Χατζιδάκι, απασχολεί τις γενεές από το 1965 και ο δίσκος είναι πάντα top στις πωλήσεις. Κι εγώ εύχομαι, το «Χάρτινο καράβι», το «Λούνα Παρκ», το «ανθολόγιο» να απασχολούν τις μικρές ηλικίες, γιατί περιέχουν οικουμενικά μηνύματα που αφορούν παιδιά πάσης ηλικίας. Τέλος, η ζωή, ούτως ή άλλως είναι παιχνίδι. Εμείς γράφουμε και τα αφήνουμε στο τραπέζι. Οι άνθρωποι και οι γενιές, οφείλουν να τα ανακαλύπτουν. Πολλοί συνθέτες έχουν τραγουδήσει τραγούδια τους. Ο Μάνος Λοΐζος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Χρήστος Νικολόπουλος, κ.ά. Εσείς γιατί δεν έχετε τραγουδήσει; Γιατί δεν έχω καλή φωνή. Δηλαδή δεν έχω φωνή που να μπορεί να υποστηρίξει ένα τραγούδι. Θα ήθελα, αλλά δεν έχω. Κι έτσι κάθομαι στ’ αυγά μου. Δεν πειράζει, δεν είναι κακό αυτό. Έχω τους συναδέλφους μου, όσους μπορούν και τραγουδάνε, ή τους τραγουδιστές, που όταν τους ζητάω κάτι μου το δίνουνε. Κι έτσι αν ζητήσω τη φωνή τους μου τη δίνουνε, όπως ο Κραουνάκης. Το ότι δεν τραγουδάω εγώ, σίγουρα είναι πολύ καλό για τα τραγούδια μου, γιατί τα προστατεύω. Παρόλα αυτά, στο δίσκο «Εάλω η Πόλις» (1993, FM - 798) έχετε τραγουδήσει το «Πόλη Κωνσταντινούπολη», και επίσης στον δίσκο «Μικρές νυχτερινές μουσικές» (1992, FIDELITY - 514142) κάνετε β’ φωνή σε πέντε τραγούδια. Η δεύτερη φωνή κρύβεται. Μπορεί να την κρύψεις. Απλώς στολίζει την πρώτη. Γιατί η δεύτερη φωνή είναι πάντα πιο χαμηλά ηχογραφημένη από την πρώτη. Στο δίσκο «Εάλω η Πόλις», τραγουδάω γιατί είναι ένα ειδικό αφιέρωμα αυτός ο δίσκος, με συνθέτες που έχουν γράψει τραγούδια για την Πόλη, τα οποία τα λένε οι ίδιοι. Επομένως ήταν η περίπτωση του δίσκου, η περίπτωση του αφιερώματος που κάθισα και τραγούδησα εγώ. Διαφορετικά το πιο εύκολο θα ήταν να βάλω έναν άλλο τραγουδιστή να το πει. Είναι ένα τραγούδι που πρωτοείπε η Μαρία Φαραντούρη. Στίχους γράφετε; Όχι. Δυστυχώς όχι. Όσες φορές επιχείρησα να γράψω στίχους ήταν τόσο κακοί που τους έσκισα και τους πέταξα. Μήπως όμως είστε πολύ αυστηρός κριτής των έργων σας; Νομίζω ναι. Πέρα απ’ αυτό, έχω δύο πολύ κοντινούς μου ανθρώπους που όταν φτιάξω κάτι και το δουλέψω, τους το δείχνω και ακούω πάρα πολύ τη γνώμη τους. Είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν φοβούνται και δεν έχουν κανένα λόγο να μου κάνουν ευχέλαιο. Ό,τι νιώθουν μου το λένε και στηρίζομαι πάρα πολύ στο πνεύμα τους και στην ειλικρίνειά τους. Γενικώς δεν έχω κόλακες γύρω μου. Τον Οκτώβριο του 2006 κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Ηχολογήματα» (εκδ. Νεφέλη). Έχετε σκεφτεί να εκδώσετε άλλα βιβλία και ίσως κάποιο αυτοβιογραφικό; Όχι, αυτοβιογραφικό δεν έχει περάσει απ’ το μυαλό μου καθόλου. Αλλά δεν αποκλείω να υπάρχει ένα δεύτερο βιβλίο με θέματα που να έχουνε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Τώρα βρίσκομαι στα σκαριά για ένα βιβλίο που έχει να κάνει με συνθέτες όλων των εποχών, με μία ταξινόμηση των χρονολογιών των συνθετών. Θα είναι ένα βιβλίο το οποίο θα είναι πάρα πολύ χρήσιμο στη βιβλιοθήκη όχι μόνο των μουσικών και των καθηγητών μουσικής, αλλά γενικά των ανθρώπων, για να βρίσκουν εκεί μέσα τα διάφορα στοιχεία για τους συνθέτες. Είναι ένα βιβλίο που το έχω ξεκινήσει εδώ και 25-30 χρόνια, δεν έχει ξεκινήσει τώρα. Απλώς τώρα σ’ αυτό το διάστημα βρίσκομαι στις συζητήσεις για να εκδοθεί. Από το 1982 μέχρι το 1986 εκδίδετε το περιοδικό TaR που ήταν το μοναδικό περιοδικό για κιθάρα. Το 2006, μετά από 20 χρόνια, το περιοδικό επανεμφανίζεται σε ηλεκτρονική (διαδικτυακή) μορφή. Πώς αποφασίσατε αυτή την επανεμφάνιση; Όταν το σταμάτησα τότε, το σταμάτησα από οικονομικές δυσκολίες, και δυσκολίες χρόνου. Μου έτρωγε χρόνο και πολύ χρήμα όταν ήταν έντυπο, τόσο χρήμα ώστε να με λυγίσει και να μη μπορώ να το συντηρήσω. Κι όταν το σταμάτησα ένιωσα σαν να μου κόβουν το ένα μου χέρι. Αυτό μου έμεινε, ήθελα πάντα να βρω τρόπους για να ξαναβγεί, αλλά δεν εύρισκα οικονομικά μέσα να το εκδώσω ξανά. Όταν άρχισα να γνωρίζω το διαδίκτυο και τις δυνατότητές του, μαζί με τον Κώστα Γρηγορέα ο οποίος προθυμοποιήθηκε, μπήκαμε στη διαδικασία και το ξαναφτιάξαμε, δηλαδή το “ανεβάσαμε”. Το διαδίκτυο είναι πολύ πιο εύκολο σ’ αυτά τα πράγματα. Δεν έχει τόσα έξοδα χρήματος. Έχεις επίσης έναν αχανή χώρο που μπορείς να φτιάξεις κείμενα χωρίς να σ’ ενδιαφέρει το πόσες σελίδες, πόσες λέξεις θα είναι το κάθε κείμενο, υπάρχουν δυνατότητες για φωτογραφήσεις, για ηχογραφήσεις, για να κατεβάσεις ηχογραφήσεις που να συνοδεύουν τα κείμενα, να ανεβάζεις συνέχεια πληροφορίες που βρίσκεις μ’ ένα κουμπάκι, είναι άλλες οι δυνατότητες. Κι έχουμε καταφέρει μέσα σε δύο χρόνια να έχουμε στήσει τέτοιες σελίδες που να προκαλούνε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, γιατί έχουμε πάρα πολύ μεγάλη αναγνωσιμότητα. Τις αναγνωσιμότητες τις βρίσκουμε από το Google, δεν τις επινοώ εγώ. Κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο γιατί το TaR σήμερα, το διαδικτυακό TaR, έχει γίνει το βήμα σε πολύ κόσμο. Βήμα διαλόγου και μονολόγου. Ποια δεδομένα έχουν αλλάξει σε σχέση με τα χρόνια που το TaR κυκλοφορούσε έντυπα; Δεν είναι τυχαίο το ότι σήμερα το TaR διακινείται διαδικτυακά. Γιατί είμαστε στην περίοδο της διαδικτυακής πληροφόρησης. Η μοίρα αυτού του μέσου, είναι να αυξάνεται συνέχεια ο αριθμός των χρηστών του, των ανθρώπων που θα το χρησιμοποιούν. Βρισκόμαστε στη διαδικτυακή εποχή. Νομίζω ότι είναι ό,τι καταλληλότερο για να μπορείς να φτιάξεις ένα τέτοιο περιοδικό. Όπως με πολλή χαρά μου είδα ότι έχεις στην τσάντα σου τυπωμένες σελίδες του περιοδικού, (σ.σ.: στην αρχή της κουβέντας μας, για την αναφορά μου στο κομμάτι του Δημήτρη Φάμπα «Poem, to Notis Mavroudis» τύπωσα απ’ το TaR το άρθρο με τη δισκογραφία του) πάρα πολλοί άνθρωποι, όταν πηγαίνουν σε μία δουλειά, σ’ ένα ταξίδι, τυπώνουν τις σελίδες που θέλουν (γιατί δεν έχουν ενδεχομένως ένα Laptop ή Internet στο Laptop), και τις παίρνουν μαζί τους για να διαβάσουν τα κείμενα. Πολλές φορές. Και τους έχω δει και να σημειώνουνε. Σ’ ένα σεμινάριο κιθάρας στην Πάτρα που συμμετείχα κι εγώ πριν από ένα μήνα, έβλεπα πολλούς από τους μαθητές της κιθάρας, τους συμμετέχοντες στο σεμινάριο και στο διαγωνισμό, να βγάζουν από την τσάντα τους σελίδες του TaR και να διαβάζουν. Για μένα αυτό ήταν μία πολύ σπουδαία ηθική ικανοποίηση. Γιατί, με το να εκδίδω αυτό το περιοδικό, έδωσα τη δυνατότητα, σε πολύ κόσμο να το τυπώσει και να το έχει ως βοήθημα πνευματικό. Δεν είναι αμελητέο αυτό. Είναι πολύ σπουδαίο. Πώς βλέπετε το Internet ως μέσο προώθησης της μουσικής; Στις μέρες μας υπάρχει μια έξαρση της "πειρατείας" δίσκων μέσω Internet. Τι θα προτείνατε, αν όχι για την αντιμετώπισή της, τουλάχιστον για τη μείωσή της; Κατ’ αρχάς δεν είναι μόνο η διαδικτυακή πειρατεία. Η πειρατεία είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια, στην περίοδο της κασέτας, που εύκολα αντέγραφες. Η πειρατεία λοιπόν είναι ένα φαινόμενο παλαιό. Βέβαια, το διαδίκτυο εκσφενδόνισε την πειρατεία στα ύψη. Κι έτσι, πολύ εύκολα, κάνει όλος ο κόσμος πειρατεία σήμερα. Το πώς θα μπορούσε να μειωθεί αυτό, είναι ένα θέμα που απασχολεί τους φορείς της πνευματικής ιδιοκτησίας, τα σωματεία των εργαζομένων γύρω από τη μουσική και τα τραγούδια, τους νομικούς της παγκόσμιας κοινότητας, ασφαλώς τις εταιρείες δίσκων, και όλο τον κόσμο της διαδικτυακής διανόησης. Πώς θα μειωθεί η πειρατεία; Με πάρα πολύ αποφασιστικό τρόπο, που δεν ξέρω όμως αν τελικά μπορεί να γίνει τεχνικά. Διότι συναντάμε βέβαια εδώ και πολλά - πολλά χρόνια το οξύμωρο σχήμα, οι εταιρείες οι οποίες προβάλλουν το σύνθημα ότι «Η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική», οι ίδιες οι εταιρείες να δημιουργούνε μηχανήματα αντιγραφικά. Είναι σχήμα οξύμωρο. Απ’ τη μία λες «η πειρατεία» κι εσύ φτιάχνεις μηχάνημα για πειρατεία. Οι δικλείδες ασφαλείας για να μην αντιγράφεις δεν ξέρω αν είναι τεχνικά πραγματοποιήσιμες. Επειδή δεν είμαι από εκείνους που γνωρίζουν πολύ καλά το μηχανικό μέρος των πραγμάτων, αυτό που ακούω είναι πως ό,τι και να γίνει, πάντα θα υπάρχουν τρόποι να ξεκλειδώνουν και να αντιγράφουν. Κι έτσι το πώς θα αντιμετωπιστεί αυτή η ιστορία της αντιγραφής είναι άγνωστο προς το παρόν. Πάντως τόσο τα σωματεία των μουσικών, των παραγωγών και των διαφόρων που έχουν να κάνουν με αυτή την υπόθεση, όσο και οι ίδιες οι δισκογραφικές εταιρείες, και οι φορείς πνευματικής ιδιοκτησίας, είναι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση για να βρουν τρόπους. Αν είχατε χρόνο θα κατεβάζατε (παράνομα) δίσκους απ' το διαδίκτυο; Φυσικά. Και το ‘χω κάνει. Ιδιαίτερα δίσκους τους οποίους δυσκολεύομαι να βρω προσπαθώ να τους βρω διαδικτυακά. Παρόλο που όπως βλέπεις είμαι άνθρωπος που αγοράζει δίσκους. Δεν είμαι ο “κλεπταποδόχος”. Εν τούτοις, όταν με δυσκολεύει κάτι, κάνω αντίγραφα. Θα ‘μουνα γελοίος να πω όχι και να το αρνηθώ. Θα ‘μουνα ψεύτης. Πώς αποφασίσατε να κάνετε ραδιοφωνικές εκπομπές; Μου άρεσε, ο βασικός λόγος είναι να σ’ αρέσει κάτι. Από εκεί και πέρα και λόγω της μουσικής μου ιδιότητας μου έδειχναν εμπιστοσύνη οι άνθρωποι που μου έκαναν την πρόταση. Κι εγώ εκεί μέσα μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, ζυμώθηκα κι απέκτησα την ευκολία του λόγου, γιατί αν δεν έχεις την ευκολία του λόγου δεν μπορείς να κάνεις ραδιόφωνο. Δηλαδή οι περιεκτικές φράσεις, οι μικρές φράσεις, να είναι καταληπτές, να μην σε δυσκολεύουνε. Ο ραδιοφωνικός λόγος πρέπει να είναι ένας λόγος απτός, αμέσως να γίνεται αντιληπτός. Εκτός από τον ραδιοφωνικό λόγο, ποια άλλα στοιχεία πιστεύετε πως συνθέτουν μια καλή ραδιοφωνική εκπομπή; Η όσφρηση του μουσικού προϊόντος, δηλαδή τι μουσική να βάλεις, και πώς να συνδέσεις αυτές τις μουσικές. Να μην είναι αλλόκοτες βαλμένες μεταξύ τους. Να υπάρχει επίσης μια στοιχειώδης ψυχολογία. Φαντάζομαι ότι είναι διαφορετικό να κάνεις μια πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή από το να κάνεις μια μεσημεριανή, μια απογευματινή, μία βραδινή και μία νυχτερινή. Επίσης, να ψάχνεις δίσκους, να ψάχνεις τα τραγούδια. Αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο. Στη σημερινή εποχή που υπάρχει τεράστια αφθονία δισκογραφική, δεν υπάρχει αφθονία σε καλή μουσική. Εκεί σε θέλω. Να ψάξεις μέσα από την αφθονία να βρίσκεις ποιοτικά κομμάτια. Επίσης, να είναι κομμάτια που να μην ενοχλούν ένα ακροατήριο. Ένα ακροατήριο το ενοχλεί ενδεχομένως η κακή μουσική. Αλλά το να δεις αυτό το σημείο είναι επίσης πολύ δύσκολο. Κακή μουσική, κατά τη γνώμη μου, μεταδίδουν τα περισσότερα ραδιόφωνα. Πρέπει να δεις, να οσφρανθείς δηλαδή και να διαμορφώσεις στη νόησή σου, σε ποιο ακροατήριο αποτείνεσαι. Αυτό πρέπει να ‘χεις στο μυαλό σου. Πού αποτείνεσαι. Αν πει κανείς ότι αποτείνεται σε όλο το ακροατήριο θα λέει ψέματα ή τουλάχιστον θα το λέει με ανώριμη σκέψη. Κανένας δεν αποτείνεται σε όλο το ακροατήριο, σε όλο το φάσμα του ακροατηρίου. Ο κάθε παραγωγός έχει ένα συγκεκριμένο ακροατήριο. Για παράδειγμα, ο Γιάννης Πετρίδης, κάνει την εκπομπή του στο Δεύτερο Πρόγραμμα τα μεσημέρια στις 4 η ώρα, την κάνει εδώ και 35 χρόνια. Είναι ο μακροβιότερος παραγωγός ραδιοφώνου. 35 χρόνια. Εσύ φαντάζεσαι ότι τον ακούει όλος ο κόσμος; Όχι. Για παράδειγμα εμένα ο αγαπημένος μου σταθμός είναι το Δεύτερο Πρόγραμμα, αλλά δεν ακούω όλες τις εκπομπές του Δευτέρου... Έτσι είναι. Φαντάζομαι ότι αν ο Γιάννης Πετρίδης ήταν σ’ ένα ιδιωτικό ραδιόφωνο, δεν θα κρατούσε τόσο πολύ η θητεία του, θα τον είχανε διώξει. Ενώ η κρατική ραδιοφωνία, σοφά κάνει, ορθώς κάνει, και κρατάει τέτοιες εκπομπές. Δεν αποτείνεται όμως σε όλο το φάσμα του ακροατηρίου. Ακόμα και οι πιο πετυχημένες εκπομπές έχουν ένα συγκεκριμένο ακροατήριο και όχι γενικώς ένα ακροατήριο. Πότε ξεκινήσατε να κάνετε ραδιοφωνικές εκπομπές; Ραδιόφωνο είχα ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. ’84 με ’88 ήμουνα στην κρατική ραδιοφωνία, στο “Δεύτερο Πρόγραμμα”, και μετά το ’89 παραιτήθηκα από την κρατική ραδιοφωνία, πήγα στην ιδιωτική ραδιοφωνία, στον “902 Αριστερά στα FM” μετά στο “Κανάλι 15” του Ρούσσου Κούνδουρου, στον “ΣΚΑΪ”, στον “Αθήνα 9,84” και τώρα είμαι στο “Τρίτο Πρόγραμμα”. Είχατε κάνει παλαιότερα "πειρατικές" εκπομπές; Όχι, δεν έκανα "πειρατικές" εκπομπές. Αλλά, για την ιστορία θυμάμαι ότι για ένα χρόνο είχα υπηρετήσει τη θητεία μου ως στρατιώτης, στο ραδιοφωνικό σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος. Από το ’65 έως το ’67 ήμουν στρατιώτης. Το ’66 ήμουν στο ραδιοφωνικό σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος και ήμουν στη δισκοθήκη. Υπηρετούσα εκεί, δηλαδή με το να ταξινομώ τους δίσκους, και να κάνω κάποιες εκπομπές, αλλά ήταν πολύ μικρό το διάστημα αυτό που έκανα τις εκπομπές γιατί δεν μπόρεσα να βάζω ηλίθια πράγματα, αφού λόγω της στρατιωτικής θητείας ήμουν υποχρεωμένος να βάζω ανοησίες. Δεν το άντεξα αυτό, και παραιτήθηκα. Παραιτήθηκα δηλαδή από το να κάνω τις εκπομπές αλλά έκανα άλλα πράγματα λόγω της θητείας μου. Μια από τις πολλές δυνατότητες του διαδικτύου είναι και τα web-radio, τα οποία δίνουν την δυνατότητα σε όποιον θέλει, να κάνει εκπομπή. Βέβαια, πιστεύω θα συμφωνείτε πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι “κατάλληλοι” για ραδιοφωνικές εκπομπές, οπότε δεν είναι σίγουρη και η ποιότητα τέτοιων εκπομπών. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτού του είδους τα ραδιόφωνα; Θα σας άρεσε να κάνετε εκπομπές μέσω Internet; Μάλιστα είχε συζητηθεί κάποια στιγμή στο TaR για δημιουργία ζωντανού ραδιοφώνου... Φυσικά και θα μ’ άρεσε να κάνω εκπομπές στο Internet. Στο TaR έχουμε και το ραδιόφωνο, το οποίο είναι ένα σημαντικό κομμάτι του site. Δεν έχουμε όμως ζωντανές εκπομπές. Υπάρχουν ταξινομημένοι τομείς μουσικής, δηλαδή η Κλασσική, η Λαϊκή, η Ποπ, η μουσική του Εικοστού Αιώνα, η Πιανιστική μουσική, η Κιθαριστική μουσική, το Τραγούδι, το Λαϊκό τραγούδι κ.ά. Και διαλέγει ο ακροατής, και βάζει και ακούει, την ώρα που δουλεύει, την ώρα που κάθεται κλπ. Ένα τέτοιο ραδιόφωνο έχουμε. Δεν έχουμε προχωρήσει, γιατί δεν έχουμε την κατάλληλη υποδομή να προχωρήσουμε, σε ζωντανή ομιλία και παρουσιάσεις. Το έχουμε το εργαλείο αυτό στα χέρια μας. Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί το πράγμα, μπορεί και να το κάνουμε, αλλά αυτή τη στιγμή όχι. Αυτά τα ραδιόφωνα είναι πάρα πολύ λειτουργικά γιατί αφήνουν τον χρήστη να επιλέξει τον τομέα της μουσικής που θέλει. Μπορεί ακόμα και να φτιάξει μια δική του λίστα, να πάρει ένα κομμάτι από τον ένα φάκελο, άλλα τρία από τον άλλον, και να συνθέσει ένα δικό του ρεπερτόριο. Το καλό σε σχέση με τα κανονικά ραδιόφωνα, είναι ότι δεν υπάρχει υποχρέωση να παίξουν το "τάδε" καινούριο τραγούδι, επειδή το επιβάλλουν εταιρείες. Βέβαια. Το ραδιόφωνο το δικό μας τι σημαίνει; Είναι και το στίγμα το δικό μας. Δεν βάζουμε καθόλου αλλοπρόσαλλα πράγματα. Δεν βάζουμε καθόλου παρακμιακά πράγματα. Κι έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο φτιάχνεις μια ταυτότητα. Έχω παρατηρήσει κι απ’ την εκπομπή σας στο Τρίτο Πρόγραμμα, ότι έχετε πολύ ιδιαίτερες μουσικές επιλογές. Ναι. Γιατί το ίδιο το Τρίτο Πρόγραμμα σου παρέχει αυτή τη δυνατότητα. Σε αφήνει να συμπεριφερθείς έτσι. Ενώ ένα άλλο ιδιωτικό ραδιοφωνικό πρόγραμμα από μόνο του θα σου περιόριζε το ρεπερτόριο. Εγώ σε κάποια εκπομπή μου, έβαλα μουσική του Stephan Micus, ενός πολύ καλού συνθέτη, που παίζει διάφορα όργανα, και βασίζεται πάρα πολύ στην παραδοσιακή του μουσική. Ήταν ένα κομμάτι πάρα πολύ ιδιαίτερο, που είχε πάρα πολλές σιωπές, ήταν πολύ μοναχική μουσική. Δε θα τολμούσα να το βάλω σε άλλο πρόγραμμα, ενώ το Τρίτο Πρόγραμμα, είναι φτιαγμένο ειδικά για τέτοιες μουσικές. Για να μπορείς να βάζεις τόσο ιδιαίτερα πράγματα. Παρατηρούμε ότι κάνετε πολύ καιρό για να βγάλετε δίσκο με καινούρια τραγούδια. Ο πιο πρόσφατος δίσκος σας με καινούρια τραγούδια είναι το «Carte Postale» πριν από δύο χρόνια. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ετοιμάζετε κάτι νέο αυτή τη στιγμή; Δεν ετοιμάζω κάτι καινούριο, τουλάχιστον στη δισκογραφία, γιατί στο συρτάρι μου όλο και μπαίνουνε κάποια πράγματα. Εγώ προέρχομαι τώρα από δύο δίσκους. Ο ένας είναι το 6ο «Café de l’ art» και ο άλλος είναι ο δίσκος της Αναστασίας. Δε θέλω να εμφανίζομαι κάθε τόσο και λιγάκι δισκογραφικά. Το «Carte Postale» έγινε το 2006. Πριν απ’ το «Carte Postale» ήταν το 2002, ο δίσκος «Στην ηχώ του έρωτα». Είχαν μεσολαβήσει τέσσερα χρόνια. Δεν καίγομαι να φτιάξω έναν δίσκο, γιατί θέλω όταν φτιάχνω έναν δίσκο να είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να γίνει. Θέλω να έχω καλά τραγούδια. Τραγούδια, που τα αξιολογώ εγώ ως καλά. Δεν θέλω να εμφανίζομαι κάθε χρόνο και να βγάζω ό,τι να ‘ναι, ό,τι έχω στο συρτάρι μου. Εγώ πάντως δεν μπορώ να φανταστώ να γράψετε εσείς τραγούδι που να μην είναι ωραίο... Αν πρέπει κάθε χρόνο να φτιάχνω έναν δίσκο, όπως το κάνουν μερικοί συνάδελφοί μου, θα βγάλω κι εγώ πράγματα λιγότερο αξιόλογα. Θα βγάλω ρουτινιάρικα. Δεν θέλω να είναι ρουτινιάρικα. Θα δω. Εάν αξιολογήσω ότι έχω μαζέψει μερικά τραγούδια καλά, τότε θα το επιχειρήσω.

Για τον Ορφέα «Εγώ είμαι γενικώς υπέρ των περιοδικών που ασχολούνται με τον πολιτισμό και ψάχνουν να βρούνε θέματα που να ενδιαφέρουν τους πολίτες για μία περισσότερη πνευματική ανάπτυξη. Διαφορετικά, θα μιζεριάσουμε όλοι. Η αλήθεια είναι ότι έμαθα για τον Ορφέα πολύ πρόσφατα, αλλά απ’ το λίγο που είδα, διαπιστώνω ότι είναι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αυτές οι σελίδες.»



--

*Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στις 23/6/2008 στο περιοδικό «Ορφέας» - www.e-orfeas.gr στη στήλη "Συνεντεύξεις"


- Η συνέντευξη αυτή, πραγματοποιήθηκε και πάλι μετά από πρόταση του Τάσου Καραντή. Έχει όμως και μία προϊστορία.

Λίγους μήνες νωρίτερα, είχαμε λάβει για το περιοδικό πρόσκληση για την παρουσίαση του δίσκου του Νότη Μαυρουδή και του Παναγιώτη Μάργαρη «Cafe de l' art VI - Passion» στον Ιανό, ο Τάσος επικοινώνησε με όλη την ομάδα σύνταξης και έτυχε να είμαι η μόνη από τους συνεργάτες του περιοδικού που ήμουν διαθέσιμη τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα. «Ναι, αλλά εγώ δεν ξέρω από ρεπορτάζ... τι θα γράψω;», αυτός ήταν ο μόνιμος προβληματισμός μου. Ο Τάσος μού εξήγησε πως θα μπορούσα να ηχογραφήσω την παρουσίαση (τεχνικά ήμουν πάντα εξοπλισμένη) και μετά να καταγράψω σε κείμενο τα πιο σημαντικά σημεία, βοηθούμενη παράλληλα από το Δελτίο Τύπου που θα μας έστελνε η εταιρεία. Δεν ακουγόταν και τόσο δύσκολο τελικά... και έτσι έγινε!

Θυμάμαι πως την περίοδο εκείνη, περνούσα μια κατάσταση έντονου συναισθηματικού άγχους, λόγω διάφορων προσωπικών καταστάσεων και μίας επικείμενης απώλειας... Τα ακούσματα στην παρουσίαση εκείνη, ήταν ικανά να επαναφέρουν την ηρεμία μέσα μου, και στη συνέχεια κράτησα την ηρεμία σαν "τρόπο ζωής"! Αυτή την αλλαγή μέσα μου, θα τη χρωστάω στον Νότη Μαυρουδή (και στη μουσική του) για πάντα.

Από τότε άρχισα να ψάχνω τη δισκογραφία του και όχι μόνο... "Ανακάλυψα" το περιοδικό που διευθύνει (το TaR - www.tar.gr), τις εκπομπές του στο Τρίτο Πρόγραμμα και άλλες πολύ ενδιαφέρουσες "πλευρές" του.

Κάποια μέρα μιλούσαμε με τον Τάσο στο MSN (τι θυμήθηκα τώρα... το θυμάστε το MSN;) Συζητώντας σχετικά με διάφορες ιδέες για τον «Ορφέα», τού είπα πως θα ήταν πολύ ωραίο να είχαμε για το περιοδικό μια συνέντευξη τού Νότη Μαυρουδή και μάλιστα είχα σκεφτεί κάποιες ερωτήσεις που πίστευα πως θα είχαν ενδιαφέρον. Εκείνος μού πρότεινε να κάνω εγώ τη συνέντευξη, αφού τον τελευταίο καιρό ερευνούσα πολύ το έργο του. Το ότι θα έπαιρνα εγώ συνέντευξη και μάλιστα από τον Νότη Μαυρουδή, ούτε που θα τολμούσα ποτέ να το φανταστώ!

Η συνέντευξη έγινε στο σπίτι του συνθέτη, στο Χαλάνδρι. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν το πόσο άγχος είχα εκείνη τη μέρα (όπως, πάντα αγχώνομαι όταν πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό), και δη όταν στάθηκα έξω από την πόρτα του. Μόλις άνοιξε η πόρτα, πρέπει να έτρεμα ολόκληρη... δεν ξέρω αν φάνηκε...

Υπήρξαν δύο πράγματα που μου έκαναν τεράστια εντύπωση. Το ένα ήταν η τεράστια δισκοθήκη που δέσποζε στον χώρο και που μπαίνοντας το βλέμα μου καρφώθηκε αμέσως εκεί, και το άλλο ήταν η απουσία τηλεόρασης από το σαλόνι.

Σύντομα το άγχος έφυγε, σε αυτό βοήθησε πολύ η επιλογή του να έχουμε ως μουσική υπόκρουση μουσική της Ελένης Καραΐνδρου από την τηλεοπτική σειρά «Το 10», καθώς επίσης ο πάντα ήρεμος τόνος της φωνής του και η ευγενική παρουσία του.

Τελικώς η συνέντευξη βγήκε τεράστια (η ηχογράφηση ήταν πάνω από μιάμιση ώρα!), αφού λόγω απειρίας στον τομέα αυτό, δεν ήξερα πού "θα έπρεπε" να σταματήσω, αλλά ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που περιέλαβε πολλές πτυχές του πολυσχιδούς έργου του.

Η μεγάλη μου ικανοποίηση ήταν πως και ο ίδιος, όπως μου είπε, ευχαριστήθηκε τη συζήτηση και χάρηκε που ένας νέος άνθρωπος (21 ετών τότε η γράφουσα...) ασχολείται τόσο πολύ με το συγκεκριμένο μουσικό υλικό, καθώς επίσης και το γεγονός ότι αργότερα όταν συστηνόμουν σε σχετικούς μουσικούς κύκλους, μού έλεγαν «Εσύ δεν είσαι που έκανες τη συνέντευξη με τον Μαυρουδή;»

Αρχείο...
Πρόσφατα...
Προτεινόμενα...
Ετικέτες...
bottom of page